Έχουμε 1241 επισκέπτες συνδεδεμένους
οι Χαλασοχώρηδες - Κεφάλαιο 1 |
Σελίδα 2 από 13
Οι Χαλασοχώρηδες
Α’ Αφού περιήλθον όλα τα μαγαζία της παραθαλασσίου αγοράς, όπου έπιον όχι ολίγον εις υγείαν και των δύο αντιπάλων μερίδων, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Χρυσάφους κατήντησαν και εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη, όπου εισελθόντες απήτουν από τον οινοπώλην να τους κεράσει. Αλλ’ ο κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο επιμόνως να κεράσει, λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν να το κάμει φόρα προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανεί φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά. Διότι ο Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανόλης ο Πολύχρονος, αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, του έταξαν «φούρνους με καρβέλια», δώσαντες αυτώ ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά απέναντι, καθώς του είπαν, και παρακινήσαντες αυτόν να εξοδεύσει κι απ’ τη σακκούλα του όσα θέλει άφοβα, διότι θα πληρωθεί μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελε παρουσιάσει. Τότε αυτός πιστεύσας «εξανοίχθηκε» κι εξώδεψε ιδικά του λεπτά, παραπάνω από ένα εκατοστάρικο· αλλά μετά τας εκλογάς, ο Λάμπρος ο Βατούλας (τον οποίον αυτός ηρέσκετο να ονομάζει σήμερον «ο Λάμπρος ο Φαταούλας») έκαμε πως δεν τον εγνώριζε και του εγύριζε τις πλάτες. Πού επερίσσευε τραμπούκος απ’ αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να φάνε κι οι άλλοι, οι παραμικροί; Ο Λάμπρος ο Βατούλας κι ο Μανόλης ο Πολύχρονος κι άλλοι μερικοί πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, στο μούχτι… κι ηξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάτσικο. Έχουν βλέπεις αυτοί οι διάβολοι τον τρόπον να τα κάμουν πλακάκια. Αν ερωτάς κι από κοντραπούντους κι από μπουλούκια… κανείς δεν μπορεί να βγάλει πλώρη μαζί τους. Είναι εις όλα πρώτο νούμερο. Αλλ’ όταν μίαν φοράν καεί η γούνα ενός ταβερνιάρη, ενός καφετζή ή ενός μικρομπακάλη (δεν σου λέγω, είναι άλλοι που καίονται στα πολιτικά κι έχουν κρεμασμένο δια τας εκλογάς το ζουνάρι τους… κι είναι πάλιν άλλοι που ξέρουν με τρόπο και τα καταφέρνουν, παίρνοντας λεπτά κι από τα δύο κόμματα, μαυρίζοντες πότε το έν, πότε το άλλο κι εβγαίνοντες πάντοτε λάδι), τότε πολύ βλαξ θα είναι, αν τους επιτρέψει να τον κοροϊδέψουν και δευτέραν φοράν. Τοιαύτας θεωρίας εξέφερεν ο Δημήτρης ο Τσιτσάνης, αρνούμενος να κεράσει τους δύο φίλους, οίτινες ευθυμότατοι είχον εισέλθει εις το καπηλείον του. Αλλά δεν ήσαν και διψασμένοι. Ήτο εσπέρα ήδη και από της δείλης είχον περιέλθει το ήμισυ της πολίχνης, παντού κερνώμενοι και πίνοντες. Ο Κωνσταντής ο Καλόβολος ήρχισε να παραδίδει μάθημα εκλογικής ορθοφροσύνης εις τον κάπηλον, λέγων ότι αυτός οπού τού θέλει το καλόν του λυπείται να τον βλέπει να πηγαίνει πάντοτε ωσάν τον κάβουρα, και τούτο ένεκα αδικαιολογήτου παραξενιάς. Το να μη θέλει «να το κάμει φόρα» νομίζει ότι είναι δι’ αυτόν το συμφερώτερον; Κάθε άλλο, εξ εναντίας, με τούτο εμπνέει δυσπιστίαν και εις τα δύο κόμματα, και ένεκα τούτου δεν αποφασίζουν να δώσουν χρήματα εις ένα άνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», όστις θέλει να κάμει τον ανεξάρτητον, χωρίς να ξεύρει καλά καλά τι πράγμα είναι ανεξαρτησία. Ενώ, αν αποφασίσει να κυρηχθεί θερμός ή και χλιαρός υπέρ του ενός κόμματος, τότε, ενώ του κόμματος τούτου θα εφελκύσει ασφαλώς την εμπιστοσύνην, δεν είναι παράξενον να προκαλέσει κολακείας και φιλοφρονήσεις και από το άλλο κόμμα, οι άνθρωποι του οποίου θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να τον κάμουν να τα γυρίσει, ή θα πασχίσουν τουλάχιστον να τον μετριάσωσιν. Εάν θέλει μάλιστα να πάρει λεπτά και από τα δύο κόμματα, ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να κυρηχθεί φανερά υπέρ του ενός. Δεν παίρνει παράδειγμα απ’ αυτόν κι από τον φίλον του, τον Γιάννην της Κ’σάφους; Ενώ άλλοι φανατίζονται και «χαλνούν την ζαχαρένια τους» και χολοσκάνουν, αυτοί οι δύο «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα υγιούς εκλογικής φιλοσοφίας εις όλον το χωρίον, ανήκοντες εις δύο αντίπαλα και μέχρι καταστροφής πολεμούντα άλληλα κόμματα, περνούν με γέλια και με χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, ευωχούμενοι εις υγείαν όλων των υποψηφίων, ευλόγως θέτοντες την φιλίαν των υπεράνω κομμάτων. Και με τοιούτον τρόπον «το έχουν δίπορτο». Με όποιον κόμμα νικήσει θα είναι φίλοι και οι δύο, αφού θα είναι ο είς. «Όποιος γάιδαρος, κι αυτοί σαμάρι». Τοιαύτα πρακτικής ηθικής διδάγματα έδιδεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος εις τον Δημήτρην τον Τσιτσάνην. Είναι αληθές ότι τα πλείστα είχεν ακούσει την προτεραίαν παρά δικολάβου τινός, όστις τα ανέπτυσσε προς τους φίλους του. Ο κάπηλος τον ήκουε σείων την κεφαλήν, λέγων ότι αυτά τα ήξευρε πρωτύτερα απ’ εκείνον. Αλλ’ είναι μεγάλη διαφορά να είναι τις αγωγιάτης απλώς ή ξωμερίτης, όπως αυτοί οι δύο, από του να έχει μαγαζί. Διότι πρέπει να τηρεί τις και κάποιαν αξιοπρέπειαν, «να φυλάγει την θέσιν του», αν θέλει να μην ξεπέσει «στην παρακατινή σκάλα». Οι δύο φίλοι τον ήκουον μειδιώντες, ουδόλως προσβαλλόμενοι, διότι τους υπεβίβαζε. Μόνον ο Γιάννης της Κ’σάφους τελευταίον είπεν ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι αυτός και το μαγαζί του». Ο κάπηλος επειράχθη τότε και ήρχισε να τους ονειδίζει σκληρώς, αλλ’ ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχον μειδίαμα του είπεν ότι «αν θέλει να έχει μαγαζί, πρέπει να έχει και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλύτερη μάλιστα απ’ το μαγαζί του». Ενταύθα ήτο η λογομαχία, και ο κάπηλος είχεν ανάψει την λάμπαν, διότι είχε νυκτώσει ήδη, όταν εισήλθε κομματική ομάς οδηγουμένη από τον Λάμπρον τον Βατούλαν, εκείνον ον ο Τσιτσάνης ωνόμαζε Φαταούλαν. Ήτο ανήρ μεγαλόσωμος, ωραίος, μετ’ επιτηδεύσεως ενδεδυμένος, φιλοφρονέστατος και μελιχρός τους τρόπους. Άμα εισελθών, διέταξεν έξ μαστίχες δια τους μεθ’ εαυτού, είτα, ελθών όπισθεν του λογιστηρίου, έκυψεν εις το ούς του καπήλου και ήρχισε να του κρυφομιλεί και να τον κατηχεί. Μετ’ ολίγα λεπτά της ώρας, αφού του είπε πολλά και ο οινοπώλης του απήντα μόνον διά κατανεύσεων της κεφαλής, επέστρεψε πάλιν προς την τράπεζαν, περί ήν είχε στρωθεί η παρέα του, και διέταξεν εκ νέου μαστίχες. Επλήρωσεν εν κρότω δεκαρών τα ποτά, είτα απευθύνας τον λόγον προς τον Κωνσταντήν τον Καλόβολον, όστις ίστατο παράμερα με τον φίλον του, τον Γιάννην της Κ’σάφους· - Έ! Τι έχουμε, Κώστα;…Πώς πάει το κόμμα σας; είπε. - Ποιο κόμμα μας, κυρ-Λάμπρο; απήντησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος· το κόμμα μας είναι το κόμμα σας. - Τι; είμαστε από ένα κόμμα; - Δεν το ξέρετε; - Τότε, πώς δεν ξεχωρίζετε από τον Γιάννη τον φίλον σου; - Η φιλία φιλία και το κόμμα κόμμα. - Ας είναι, τέλος πάντων, ο Θεός κι η ψυχή σας. Πίνετε από μια μαστίχα; - Από ’να κρασί… αν μας κεράσετε. Και ο Λάμπρος ο Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Εν τω μεταξύ εισήλθεν εις το καπηλείον και άλλη ομάς εκ του αντιθέτου κόμματος. - Εβίβα! Καλή επιτυχία. Οι δύο φίλοι συνέκρουσαν τα ποτήρια και έπιον. Η νεωστί εισελθούσα ομάς διέταξε και αυτή ποτά. Επί κεφαλής της ομάδος ήτο ο Μανόλης ο Πολύχρονος, μεσήλιξ, μελαγχροινός, εύθυμος, αστείος. - Α! εδώ είσθε σεις, που βυζαίνετε δύο μαννάδες; - Το καλό αρνί, κυρ-Μανόλη, απήντησεν ο Γιάννης της Κ’σάφους, τρώει από δυο προβατίνες. Ο Μανόλης διέταξε τον κάπηλον να τους κεράσει και τότε έπιον εις υγείαν του κόμματος, το οποίον εξεπροσώπει ο Μανόλης. Με τοιαύτην τακτικήν εκαλοπερνούσαν εις τας εκλογάς οι δύο αγαπημένοι φίλοι. Είχον δε πίει την ημέραν εκείνην όχι ολίγα εις βάρος αμφοτέρων των κομμάτων. Ο Μανόλης ο Πολύχρονος εγερθείς, μετέβη όπισθεν του λογιστηρίου, όπως είχε κάμει προ μικρού ο Λάμπρος ο Βατούλας, και ήρχισε να ομιλεί εις το ούς του καπήλου. Το λογιστήριον εκείνο, φαίνεται, ωμοίαζε κάπως μ’ εξομολογητήριον φραγκοκκλησιάς, όπου, μία μία εισερχόμεναι ελαφρύνουσι την συνείδησίν των αι κομψοπρεπείς μετανοούσαι. Αφού δε του είπεν ό,τι είχε να του είπει ταπεινη τη φωνή, ενώ ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν έπαυσε να τους κοιτάζει με τον κανθόν του οφθαλμού, επιστρέψας εις την θέσιν του ο Μανόλης ηθέλησε να κουρδίσει ολίγον τους δύο φίλους. - Όλα καλά, τους είπε, μα εσείς οι δύο το καταλαβαίνετε που μας κοροϊδεύετε όλους, ή όχι; - Αλήθεια! επεβεβαίωσεν από της πέραν τραπέζης και ο ηγέτης της άλλης ομάδος, ο Λάμπρος ο Βατούλας, όστις ηγάπα πάντοτε να είναι φιλόφρων προς τους αντιπάλους· αλήθεια, μας κοροϊδεύετε. Οι δύο φίλοι, μόλις κρατούμενοι εις τους πόδας των, ήρχισαν να διαμαρτύρονται θορυβωδώς· - Όχι! μα το φως μου, κυρ-Μανόλη… - Μα την αγάπη μας, κυρ-Λάμπρο… - Έτσι να έχω καλά γεράματα. - Να χαρώ το στέφανό μου, κουμπάρε. Και λέγοντες εστράφησαν ο είς προς την τράπεζαν, περί ήν ήτο συγκεντρωμένη η ομάς του Λάμπρου, ο έτερος προς την άλλην τράπεζαν, περί ήν εκάθηντο οι σύντροφοι του Μανόλη, στρέφοντες προς αλλήλους τα νώτα, χειρονομούντες υπερμέτρως ως αδέξιοι υποκριταί, ανοίγοντες τας αγκάλας προς περίπτυξιν των δύο αρχηγών των κομματικών ομάδων. - Αν θέλετε να σας πιστέψουμε ότι δεν μας κοροϊδεύετε, είπεν ο Μανόλης ο Πολύχρονος, πρέπει ή ν’ αποκόψετε ο ένας από τον άλλον αυτές τις ημέρες που θα είναι οι εκλογές ή… - Αυτό θα είναι σκληρά καταδίκη δι’ αυτούς, είπε γελών ο Λάμπρος ο Βατούλας. - Ή τουλάχιστον, εξηκολούθησεν ο Μανόλης ο Πολύχρονος, να μας δώσετε τώρα αμέσως απόδειξιν ότι ενδιαφέρεσθε ειλικρινώς και ολοψύχως ο ένας σας υπέρ του ενός κόμματος, ο άλλος υπέρ του άλλου. - Παίρνω όρκο, είπε υψών την χείρα ο Γιάννης της Κ’σάφους. - Κι εγώ παίρνω όρκο, είπε και ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. - Οι όρκοι είναι σήμερα το φθηνότερο πράμα, είπε σαρκαστικώς ο Μανόλης ο Πολύχρονος. - Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπε ο Γιάννης της Κ’σάφους. - Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανόλης· καλύτερα είχα να μου έδινες τα παλιά τα τσαρούχια σου. Ο Γιάννης της Κ’σάφους κύψας έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανόλην. - Πάρ’ τα, κουμπάρε! Τα απέθηκεν επί της τραπέζης και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθει. Όλοι εγέλασαν προς το σκηνικόν τούτο του κραιπαλώντος αλλ’ ο Μανόλης τον ανεκάλεσεν: - Έλα δω, κουμπάρε! Ο Γιάννης της Κ’σάφους επιστρέψας εστάθη ενώπιον του Μανόλη. - Εις τους ορισμούς σου, κουμπάρε. - Θέλω, είπε, να μας δώσετε απόδειξιν αναμφισβήτητον της πίστεώς σας εις τα δύο κόμματα. - Τι απόδειξιν; - Ιδού, είπεν ο Μανόλης, απευθυνόμενος μάλλον προς τον Λάμπρον τον Βατούλαν· δεν είναι αληθές πως ό,τι επιθυμεί κανείς εκείνο και πιστεύει; - Δηλαδή; είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας. - Δηλαδή, δεν βλέπομεν πολλάκις δύο ανθρώπους να στοιχηματίζουν μεγάλα ή μικρά ποσά, δι’ εν πράγμα, του οποίου άδηλος είναι η έκβασις, πιστεύοντες και ο εις και ο άλλος ότι θα γίνει εκείνο το οποίον επιθυμούν; - Καθώς λόγου χάριν εις τας εκλογάς, σαν καλή ώρα, είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας, όπου βάζουν στοίχημα ότι θα βγει εκείνος τον οποίον θέλει ο καθένας. - Ίσα- ίσα! είπεν ο Μανόλης. Λοιπόν, δεν είναι καλό να βάλουν οι δυο τους τώρα μπροστά μας ένα στοίχημα; - Σαν τι στοίχημα; - Να στοιχηματίσετε, συ, κουμπάρε Γιάννη, ότι θα κερδίσει το δικό μας το κόμμα και συ, Κωνσταντή, ότι θα κερδίσει το άλλο κόμμα. - Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Κ’σάφους. - Κι εγώ το βόδι μου! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. - Ο γάιδαρός σου ας έχει ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βόδι σου σού χρειάζεται δια να ζήσεις, Κωνσταντή Καλόβολε. Μόνον αρκεί να βάλετε κάτι τι που να τρώγεται, που να μασιέται εύκολα, για να ξεφαντώσει όλο το ασκέρι, που καλώς ανταμωθήκαμε εδώ, καλή μας ώρα, όταν θα γίνουμε φίλοι μετά τας εκλογάς. Εσύ, κουμπάρε Γιάννη, δεν έχεις, θαρρώ, δύο προβατίνες κι ένα κριάρι; - Τα θυσιάζω! ανέκραξεν ο Γιάννης της Κ’σάφους. Για το χατήρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι γίνομαι. - Κ’ εγώ, για την αγάπην σου, κυρ-Λάμπρο! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. - Δεν είναι ανάγκη να θυσιάσεις τις προβατίνες, κουμπάρε Γιάννη, το κριάρι μας αρκεί. - Βάζω το κριάρι, είπεν ο Γιάννης. - Κι εγώ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κότες που έχω, είπεν ο Κωνσταντής. - Λοιπόν, σύμφωνοι· αν κερδίσωμεν και τους δύο βουλευτάς ημείς, εσύ, Καλόβολε, θα βάλεις τα τέσσαρα ζευγάρια κότες, κι αν κερδίσουν οι άλλοι, εσύ, κουμπάρε Γιάννη, θα θυσιάσεις την προβατίνα. Εάν όμως βγάλουμε από έναν βουλευτήν τα δύο κόμματα, τότε έχεις κέρδος εσύ, κουμπάρε, την προβατίνα σου, γλυτώνεις και εσύ, Κωνσταντή, τις κότες σου. - Σύμφωνοι! Έδωκαν τας χείρας και απεχωρίσθησαν. |
Player για Android
Απο το κινητό σας πάτε στο: ρυθμίσεις -> ασφάλεια -> και ενεργοποιήστε την εγκατάσταση εφαρμογών απο άγνωστες πηγές. Με μία εφαρμογή QR Code Reader σκανάρετε την παραπάνω εικόνα ή πατήστε εδώ.