Μὲ τὸν ὅρο Ἑλληνικὴ "Βυζαντινὴ" μουσικὴ ἐννοεῖται ἡ μουσικὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἔχει μὲν τὶς βάσεις της στὴν μουσικὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, διαμορφώθηκε ὅμως κυρίως στὸ Ρωμαίικο, το καταχρηστικώς λεγόμενο "Βυζάντιο" καὶ ἀπετέλεσε εἰδικὸ μελωδικὸ σύστημα τεχνοτροπίας. Ὁ άκυρος ὅρος «Βυζαντινὴ μουσική» παράγεται ἀπὸ τὸν επίσης άκυρο ὅρο «Βυζάντιο», ὅπως, πολὺ μεταγενέστερα ἀπὸ τὴν κατάλυσή του, ἐπεκράτησε νὰ ὀνομάζεται από τους Δυτικούς τὸ μεσαιωνικό μας κράτος, δηλαδὴ ἡ Ρωμανία, με πρωτεύουσα (Βασιλεύουσα) τὴν Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη).
Στὴν μουσικὴ αὐτὴ μὲ τοὺς 8 ἤχους (Ρωμαϊκή Οκτώηχος), τὴ δική της κλίμακα*, παρασημαντικὴ καὶ τὶς ἰδιομορφίες της, ἡ ὁποία συνδέθηκε ἀναπόσπαστα μὲ τὴ λατρεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε ἕξι περιόδους.
*Τους φυσικούς νόμους που διέπουν τον τρόπο παραγωγής των φθόγγων στις μουσικές κλίμακες είχε περιγράψει λεπτομερώς ο Πυθαγόρας στην αρχαιότητα, ορίζοντας τις αναλογίες μήκους των χορδών (βλ. Φυσική: παλλόμενο δίπολο) στο αρχαίο τρίχορδον ή πανδούρα (ταμπουράς).
Διακρίνουμε τρία Γένη: Το Διατονικόν γένος έχει Μείζονες, Ελάσσονες και Ελαχίστους τόνους, το Χρωματικόν έχει και ημιτονα και διαστήματα μεγαλύτερα του τριημιτόνου, το δε (αρχαίο) Εναρμόνιον θεωρείται "παντελώς αμελώδητον τοις αμυήτοις" και απαντάται σήμερα μόνον στην εμμελή εκφώνηση (Απόστολος & Ευαγγέλιον), καθώς και σε μέλη όπου σημαίνονται οι χρόες της Σπάθης και του Κλιτού.
1η ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ἀπὸ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο
Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Μουσικὴ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες συμπεραίνεται ὅτι ἦταν ἁπλὴ καὶ ἀπέριττη. Ἀπὸ μελωδικὴ ἄποψη ψάλλονταν ἀποσπάσματα ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυὶδ καὶ ὕμνοι, ποὺ συνέθεταν οἱ πατέρες τὶς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυρας, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας καὶ ὁ ἱερὸς Ἀνατόλιος. Ἀπὸ τοὺς ὕμνους αὐτούς, λίγοι διασώθηκαν μέχρι σήμερα.
Οἱ πατέρες δὲν ἀναφέρουν κανένα εἶδος ἐκκλησιαστικοῦ μουσικοῦ βιβλίου γιὰ αὐτὴ τὴν περίοδο. Ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ἡ μετάδοση τῶν ὕμνων κατὰ τὴν διάρκεια τῶν τριῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων πρέπει νὰ ἦταν κυρίως προφορική. Ἡ μουσικὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τόσο τὴν περίοδο αὐτὴ ὅσο καὶ στὶς ἄλλες περιόδους ἦταν πάντοτε φωνητική, καθὼς ἀπαγορευόταν ἡ χρήση ὀργανικῆς μουσικῆς. Ἔτσι ποτὲ δὲν χρησιμοποιήθηκε στὴν Ἐκκλησία πολυφωνικὸ σύστημα ψαλμωδίας.
2η ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ἀπὸ τὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο Ἔως τὸν 12ο αἰῶνα
Ἀπὸ τὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων ὑμνογράφων τοῦ 7ου-8ου αἰ. ποὺ τελειώνει γύρω στὸν 12ο αἰ. μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου γιὰ ὅλες τὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Μετὰ τὴν ἀναγνώριση τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸ Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν, ἡ θρησκευτικὴ μουσικὴ ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται συστηματικά. Ἔτσι, ἀποτέλεσε σπουδαῖο λατρευτικὸ στοιχεῖο.
Οἱ ψαλμοὶ καὶ οἱ ὕμνοι ἀρχίζουν νὰ ψάλλονται ἀντιφωνικά, ἐνῶ χρησιμοποιεῖται καὶ ὁ «καθ᾿ ὑπακοήν» τρόπος ψαλμωδίας, ποὺ ὁ ἕνας «κατάρχει» τοῦ μέλους, δηλαδὴ ψάλλει μόνος του καὶ οἱ λοιποὶ ὑπηχοῦν. Ἡ μουσική, αὐτὴ τὴν περίοδο, ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα. Ἐπίσης σὲ αὐτὴ τὴν περίοδο, δροῦν πολλοὶ αἱρετικοί, τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν μὲ ἀποτελεσματικὸ τρόπο οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτοὶ ἦταν: Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, ὁ Ἐφραὶμ ὁ Σύρος καὶ οἱ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου του Ἰσαὰκ ὁ Μέγας καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Μεσοποταμίας Ἰάκωβος. Ἐπίσης σημαντικοὶ ὑμνογράφοι αὐτῆς τῆς περιόδου, ἦταν ὁ ὅσιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύριλλος, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος, ὁ Γρηγόριος ὁ Διάλογος Πάπας Ρώμης, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἐπίσκοπος Κρήτης, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Κοσμᾶς ὁ μελωδός, ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος, ὁ Γεώργιος Πισίδης, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανὸς ὁ Ὁμολογητής, ὁ Λέων Βύζας ἢ Βυζάντιος, ὁ Ἀνδρέας Πυρρὸς ἢ Πυρσός, ὁ Λέων ὁ Σοφὸς καὶ ἡ Κασσία μοναχὴ ἢ Κασσιανή.
3η ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ἀπὸ τὸν 12ο αἰῶνα μέχρι τὴν Ἅλωση
Γύρω στὸν 12ο αἰ. ὁλοκληρώνεται ἡ ὑμνογραφία. Ἔχουν συντεθεῖ ὕμνοι γιὰ ὅλες σχεδὸν τὶς γιορτὲς καὶ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Οἱ ὑμνογράφοι συνθέτουν τοὺς ὕμνους καὶ τοὺς τονίζουν οἱ ἴδιοι μουσικά. Στὴν 2η περίοδο ἔχουμε τὸν ποιητὴ - συνθέτη, ἐνῶ στὴν 3η περίοδο ὁ ποιητὴς - συνθέτης, γίνεται συνθέτης - ψάλτης. Ἀρχίζει ἔτσι ἡ ἐποχὴ τῶν μεγάλων μαϊστρῶν, περίοδος μεγάλης ἀκμῆς τῆς μουσικῆς, ποὺ θὰ κρατήσει ὡς τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰ. Οἱ μάστορες συνθέτουν πάνω στὰ ἤδη ὑπάρχοντα κείμενα, γράφουν καὶ δικά τους ποιήματα, ἢ καλλωπίζουν παλαιότερες συνθέσεις.
Ὀνομαστότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι οἱ: Ἰωάννης Κουκουζέλης, Μιχαὴλ ὁ Ψελλός, Ξένος ὁ Κορώνης, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος, Θεόκτιστος μοναχός, Ἰωάννης Βατάτζης, Θεόδωρος Λάσκαρης, Γιωβάσκος ὁ Βλάχος, Γρηγόριος Πρωτοψάλτης καὶ Χουρμούζιος ὁ Χαρτοφύλακας, Νικηφόρος Κάλλιστος, Ἰωάννης ὁ Κλαδᾶς, Μανουὴλ Βρυέννιος, Συνέσιος Ἁγιορείτης καὶ Θεόδωρος Ἀγαλλιανός.
4η ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ἀπὸ τὴν ἅλωση μέχρι τὸν Πέτρο τὸν Πελοποννήσιο
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως, ἡ Βυζαντινὴ Μουσική, ποὺ γιὰ δεκαπέντε αἰῶνες ἀναπτυσσόταν καὶ ἀποτελοῦσε ἀναπόσπαστο στοιχεῖο στὴ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου, ἐξακολούθησε νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν ἴδιο ἀλλὰ καὶ μὲ πιὸ ἔντονο τρόπο. Αὐτὴ τὴν περίοδο, παρατηρεῖται μεγάλη προσπάθεια γιὰ τὴν ἀναλυτικότερη γραφὴ τῆς μουσικῆς, καθὼς τὸ ὑπάρχον σύστημα τῆς μουσικῆς στενογραφίας δημιουργοῦσε πολλὰ προβλήματα στὴν μάθηση τῆς μουσικῆς. Σπουδαιότερη ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσπάθεια, ἦταν τοῦ Μπαλασίου ἱερέως. Μετὰ τὸν Μπαλάσιο ἔγιναν καὶ ἄλλες προσπάθειες ἀναλύσεως τῆς γραφῆς ἀπὸ σπουδαίους μουσικοὺς τῆς περιόδου. Κορυφαῖος μουσικὸς τῆς 4ης περιόδου τῆς ἱστορίας τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ἦταν ὁ Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος.
5η ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ἀπὸ τὸν Πέτρο Πελοποννήσιο μέχρι τοὺς τρεῖς διδασκάλους
Αὐτὴ τὴν περίοδο καθιερώνεται τὸ νέο μουσικὸ σύστημα γραφῆς ἀπὸ τοὺς τρεῖς δασκάλους τῆς μουσικῆς Χρύσανθο, Γρηγόριο Λευίτη καὶ Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα. Αὐτοὶ δούλεψαν σοβαρὰ καὶ ἀνέλαβαν τὴν εὐθύνη νὰ ἁπλοποιήσουν τὸ μουσικὸ σύστημα γραφῆς τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, πράγμα ποὺ ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τοὺς τότε ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ τρεῖς δάσκαλοι ἀνέλαβαν ἀργότερα τὴν προβολὴ καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ νέου συστήματος, μέσα ἀπὸ τὴ Σχολὴ ποὺ ἵδρυσε τὸ Πατριαρχεῖο. Τέλος, πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι πρὶν καὶ μετὰ τὴν καθιέρωση τοῦ νέου συστήματος, ἐμφανίστηκαν καὶ ἄλλα ὅπως τοῦ Ἱερωνύμου, τοῦ Κώδικα 1477 τῆς Μονῆς Σινᾶ στὸ πεντάγραμμο, τοῦ Ἀγαπίου Παλέρμου, τὰ ἀλφαβητικά του Βουκουρεστίου, τοῦ Παϊσίου Ξηροποταμινοῦ καὶ τοῦ Γεωργίου τοῦ Λεσβίου.
6η ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ἀπὸ τοὺς τρεῖς διδασκάλους μέχρι τὶς μέρες μας
Σὰν κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς περιόδου αὐτῆς θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν: α) Ὁ τερματισμὸς τῆς δυσκολίας γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ νέου μουσικοῦ συστήματος, β) Ἡ μεταγραφὴ τῶν μελωδημάτων ποὺ ξεκίνησαν οἱ τρεῖς δάσκαλοι καὶ συνέχισαν οἱ μαθητές τους, γ) Ἡ πλήρης ἀνάπτυξη τῆς μουσικῆς τυπογραφίας καὶ οἱ πολὺ ἀξιόλογες μουσικὲς ἐκδόσεις καὶ δ) Ἡ πλήρης ἀποσαφήνιση καὶ σταθεροποίηση τοῦ θεωρητικοῦ μέρους τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς.
Τὴν περίοδο αὐτή, ἔχουμε σπουδαίους μουσικούς, ὅπως οἱ παρακάτω: Κωνσταντῖνος ὁ ἀπὸ Σιναίου Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Βυζάντιος, ὁ Ἀντώνιος, ὁ Ἀθανάσιος Μητροπολίτης Σελευκείας, ὁ Ἀπόστολος Κρουστάλας, ὁ Πέτρος Συμεὼν Ἁγιοταφίτης, ὁ Θεόδωρος Συμεών, ὁ Θεόδωρος Φωκαεύς, ὁ Παναγιώτης Πελοπίδας, ὁ Ζαφείριος Ζαφειρόπουλος, ὁ Πέτρος Γεωργίου Βυζάντιος, ὁ Ἀθανάσιος Χρηστόπουλος, ὁ Βασίλειος Στεφανίδης, ὁ Γεώργιος Λέσβιος, ὁ Ἀνέστης Χανεντές, ὁ Ἰωάννης ὁ Βυζάντιος, ὁ Στέφανος Μιχαήλ, ὁ Γεώργιος Ρύσιος, ὁ Σταυράκης Γρηγοριάδης, ὁ Ὀνούφριος ὁ Βυζάντιος, ὁ Θεόδωρος Ἀριστολής, ὁ Γεράσιμος Κανελλίδης, ὁ Κυριάκος Φιλόξενης ὁ Ἐφεσιομάγνης, ὁ Γεώργιος Ραιδεστηνὸς ὁ Β´ καὶ ὁ Γεώργιος Βιολάκης.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Οἱ τρεῖς πρῶτοι αἰῶνες
Κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος δοκιμάζεται σκληρά: οἱ διωγμοὶ ἀναγκάζουν τοὺς πρώτους χριστιανοὺς νὰ κρύβονται γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ τελέσουν τὴ λατρεία τους ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἴδια τους τὴ ζωή. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες λοιπὸν δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀναπτυχθεῖ ὁποιαδήποτε μορφὴ τέχνης. Ἡ ἱερὰ ὑμνωδία εἶναι λιτή. Χρησιμοποιοῦνται κυρίως ὕμνοι τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ δὲν ψάλλουν συγκεκριμένα πρόσωπα ἀλλὰ ὅλοι οἱ παρόντες στὴ λατρεία πιστοί. Ὅπως προαναφέραμε, ἡ ὑμνωδία ἦταν λιτή. Ἔτσι λοιπὸν τὸ ἐκκλησίασμα μποροῦσε νὰ παρακολουθεῖ τὸ μέλος καὶ κατὰ συνέπεια νὰ συμψάλλουν τὰ ἱερὰ ᾄσματα μὲ μία φωνή. Καθὼς ὅμως χρόνο μὲ τὸ χρόνο οἱ χριστιανοὶ αὐξάνονταν, ἦταν δύσκολη ἡ ἀπὸ κοινοῦ ψαλμωδία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, καθιερώθηκε ἀπὸ πολὺ νωρὶς στὴν Ἐκκλησία, ἡ τάξη τῶν ψαλτῶν. Γενικά, κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, τέθηκαν οἱ πρῶτες βάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Οἱ κυριότεροι ἐκπρόσωποί της εἶναι: ὁ Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος (+103 μ.Χ.), ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς (+220 μ.Χ.) καὶ ὁ Ὠριγένης ὁ μέγας (+254 μ.Χ.)
Ὁ τέταρτος μ.Χ. αἰώνας
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔγινε αὐτοκράτορας κι ἀνέδειξε πρωτεύουσά του την Νέα Ρώμη ("Βυζάντιο" για του Δυτικούς), νέος ἄνεμος ἐλευθερίας ἄρχισε νὰ φυσᾶ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς: ἡ χριστιανικὴ ἐκκλησία δὲ βρῆκε μόνο τὴν εἰρήνη, ἀλλὰ καὶ τὴν προστασία καὶ ὑποστήριξη ἐκ μέρους τοῦ ἐπίσημου κράτους.
Οἱ χριστιανοὶ εἶναι πλέον ἐλεύθεροι νὰ τελέσουν τὴ λατρεία τους. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ μέλος καλλιεργεῖται ἐπιμελῶς καὶ σημειώνει γρήγορη ἐξέλιξη. Τὸ ὑμνολόγιο πλουτίζεται μὲ νέους ὕμνους. Ἡ ἄλλοτε πτωχὴ μουσικὴ ἐπένδυση τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, γίνεται πιὸ σύνθετη καὶ παρουσιάζει μεγαλύτερες τεχνικὲς ἀπαιτήσεις. Διακρίνονται, ἔτσι, οἱ τέσσερις κύριοι ἦχοι καὶ ἐμφανίζονται τὰ εἰρμολογικὰ μέλη κι ἔπειτα τὰ στιχηραρικά.
Ἡ ἐκκλησία κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, παρὰ τὴν ἐξωτερικὴ γαλήνη, ἀντιμετωπίζει ἐσωτερικὲς ἀναταραχὲς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ αἱρετικοὶ γιὰ νὰ διαδώσουν τὶς δοξασίες τους, χρησιμοποιοῦσαν καὶ μουσική, ποὺ δὲν ταίριαζε μὲ τὸ ὕφος τῆς ἐκκλησίας. Ἔτσι λοιπὸν οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς ἐκκλησίας ὅπως ὁ Ἀθανάσιος ὁ μέγας (295 - 373 μ.Χ.), ὁ Ἐφραὶμ ὁ Σύριος (306 - 378), ὁ Βασίλειος ὁ μέγας (330 - 379), ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (344 - 407 μ.Χ.), καταβάλλουν πολλὲς προσπάθειες γιὰ τὴ τεχνικότερη διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς.
Στὴν Δύση τεχνικότερο μέλος εἰσήγαγε ὁ Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων. Τὸ Ἀμβροσιακὸ μέλος, εἶχε ὡς βάση του τοὺς τέσσερις ἤχους τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς, δώριο, φρύγιο, λύδιο καὶ μιξολύδιο .
Δυὸ αἰῶνες ἀργότερα, ἀναφαίνεται στὴ Δύση νέος διαμορφωτὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ διάλογος, πάπας Ρώμης (540 - 604 μ.Χ.) ποὺ εἰσήγαγε τοὺς τέσσερις πλαγίους ἤχους. Στὸν ἴδιο δὲ ἀποδίδεται καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ στιχηραρικοῦ εἴδους στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνωδία.
Κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ποὺ χρονολογικὰ ἐκτείνεται μέχρι τὸ τέλος τοῦ Ζ´ αἰῶνα, παρατηροῦμε μεγάλη ἄνθιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Οἱ περισσότεροι ὑμνογράφοι ἦταν συγχρόνως καὶ μουσικοὶ καὶ συνθέτες τοῦ μέλους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προαναφέραμε σπουδαιότεροι εἶναι: Κύριλλος πατριάρχης Ἱεροσολύμων (+386 μ.Χ.), Ρωμανὸς ὁ μελωδὸς (ΣΤ´ αἰ.), ὁ Ἀνδρέας ἐπίσκοπος Κρήτης (Ζ´ αἰ.) κ.ἄ.
Ἡ ἐκπαίδευση τῶν ψαλτῶν
Ἡ ἐκπαίδευση τῶν ψαλτῶν γινόταν σὲ εἰδικὲς σχολές. Ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ αὐτοκράτορος (τέλη Δ´ αἰῶνος) ἀναφέρεται ὅτι στὴν Κωνσταντινούπολη ἐδίδασκαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, διδάσκαλοι τῆς μουσικῆς. Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (482 - 565 μ.Χ.) ὁ ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας εἶχε 25 ἱεροψάλτες, ἐκτὸς αὐτῶν δὲ καὶ 100 ἀναγνῶστες, οἱ ὁποῖοι βοηθοῦσαν στὴν ψαλμωδία. Τὸ χορὸ τῶν ἱεροψαλτῶν διηύθυνε ὁ πρωτοψάλτης, ποὺ χρησιμοποιοῦσε τὴ λεγόμενη χειρονομία. Ἡ χειρονομία, ποὺ ἦταν σὲ χρήση μέχρι τὰ μέσα περίπου τοῦ ΙΖ´ αἰῶνα, ἐγίνετο μὲ διάφορες κινήσεις τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ καὶ ἔδειχνε, συνήθως, τὸ σύνθημα τῆς ἔναρξης καὶ τῆς παύσης τῆς ψαλμωδίας, καθὼς ἐπίσης τὸν τρόπο ἐκτέλεσης καὶ τὸ ρυθμὸ τοῦ ᾄσματος. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: Ἕνας μεγάλος φιλόσοφος, θεολόγος, ὑμνογράφος καὶ μουσικὸς
Ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἔζησε ἀπὸ τὸ 676 μέχρι τὸ 756 μ.Χ. Θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ μεγάλος αὐτὸς ὑμνογράφος ἔθεσε τῆς βάσεις τῆς γνήσιας καὶ σεμνῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς παράδοσης. Ἔγραψε κατ᾿ ἐρωταπόκριση τὸ πρῶτο θεωρητικὸ γιὰ τοὺς ὀκτὼ ἤχους μὲ τὸν τίτλο «Γραμματική της μουσικῆς ἢ κανόνιον κατὰ τοὺς ὁρισμοὺς καὶ κανόνες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς». Ἄλλο ἔργο του εἶναι ἡ Ὀκτώηχος.
Οι τρεις πρώτοι αιώνες
Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, όλος ο χριστιανικός κόσμος δοκιμάζεται σκληρά: οι διωγμοί αναγκάζουν τους πρώτους χριστιανούς να κρύβονται για να μπορέσουν να τελέσουν τη λατρεία τους αλλά και για να εξασφαλίσουν την ίδια τους τη ζωή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Η ιερά υμνωδία είναι λιτή. Χρησιμοποιούνται κυρίως ύμνοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Κατά την περίοδο αυτή δεν ψάλλουν συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά όλοι οι παρόντες στη λατρεία πιστοί. Όπως προαναφέραμε, η υμνωδία ήταν λιτή. Έτσι λοιπόν το εκκλησίασμα μπορούσε να παρακολουθεί το μέλος και κατά συνέπεια να συμψάλλουν τα ιερά άσματα με μία φωνή. Καθώς όμως χρόνο με το χρόνο οι χριστιανοί αυξάνονταν, ήταν δύσκολη η από κοινού ψαλμωδία. Για το λόγο αυτό, καθιερώθηκε από πολύ νωρίς στην Εκκλησία, η τάξη των ψαλτών.
Γενικά, κατά την περίοδο αυτή, τέθηκαν οι πρώτες βάσεις της εκκλησιαστικής μουσικής. Οι κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: ο Ιγνάτιος ο θεοφόρος (+103 μ.Χ.), ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (+220 μ.Χ.) και ο Ωριγένης ο μέγας (+254 μ.Χ.)
Ο τέταρτος μ.Χ. αιώνας
Από τη στιγμή που ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας κι ανέδειξε πρωτεύουσά του το Βυζάντιο, νέος άνεμος ελευθερίας άρχισε να φυσά για τους χριστιανούς εκείνης της εποχής: η χριστιανική εκκλησία δε βρήκε μόνο την ειρήνη, αλλά και την προστασία και υποστήριξη εκ μέρους του επίσημου κράτους.
Οι χριστιανοί είναι πλέον ελεύθεροι να τελέσουν τη λατρεία τους. Το εκκλησιαστικό μέλος καλλιεργείται επιμελώς και σημειώνει γρήγορη εξέλιξη. Το υμνολόγιο πλουτίζεται με νέους ύμνους. Η άλλοτε πτωχή μουσική επένδυση των τριών πρώτων αιώνων, γίνεται πιο σύνθετη και παρουσιάζει μεγαλύτερες τεχνικές απαιτήσεις. Διακρίνονται, έτσι, οι τέσσερις κύριοι ήχοι και εμφανίζονται τα ειρμολογικά μέλη κι έπειτα τα στιχηραρικά
Η εκκλησία κατά την περίοδο αυτή, παρά την εξωτερική γαλήνη, αντιμετωπίζει εσωτερικές αναταραχές από τις αιρέσεις. Εκτός από τα άλλα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι αιρετικοί για να διαδώσουν τις δοξασίες τους, χρησιμοποιούσαν και μουσική, που δεν ταίριαζε με το ύφος της εκκλησίας. Έτσι λοιπόν οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας όπως ο Αθανάσιος ο μέγας (295 - 373 μ.Χ.), ο Εφραίμ ο Σύριος (306 - 378), ο Βασίλειος ο μέγας (330 - 379), ο Ιωάννης ο Χρισόστομος (344 - 407 μ.Χ.), καταβάλλουν πολλές προσπάθειες για τη τεχνικότερη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής μουσικής.
Στη Δύση τεχνικότερο μέλος εισήγαγε ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων. Το Αμβροσιακό μέλος, είχε ως βάση του τους τέσσερεις ήχους της ελληνικής μουσικής, δώριο, φρύγιο, λύδιο και μιξολύδιο .
Δύο αιώνες αργότερα, αναφαίνεται στη Δύση νέος διαμορφωτής της εκκλησιαστικής μουσικής, ο άγιος Γρηγόριος ο διάλογος, πάπας Ρώμης (540 - 604 μ.Χ.) που εισήγαγε τους τέσσερις πλαγίους ήχους. Στον ίδιο δε αποδίδεται και η εισαγωγή του στιχηραρικού είδους στην εκκλησιαστική υμνωδία
Κατά την περίοδο αυτή, που χρονολογικά εκτείνεται μέχρι το τέλος του Ζ΄ αιώνα, παρατηρούμε μεγάλη άνθιση της εκκλησιαστικής μουσικής. Οι περισσότεροι υμνογράφοι ήταν συγχρόνως και μουσικοί και συνθέτες του μέλους. Εκτός από αυτούς που προαναφέραμε σπουδαιότεροι είναι: Κύριλλος πατριάρχης Ιεροσολύμων (+386 μ.Χ.), Ρωμανός ο μελωδός (ΣΤ΄ αιώνας), ο Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης (Ζ΄ αιώνας) κ.α.
Η εκπαίδευση των ψαλτών
Η εκπαίδευση των ψαλτών γινόταν σε ειδικές σχολές. Επί Θεοδοσίου του αυτοκράτορος (τέλη Δ΄ αιώνος) αναφέρεται ότι στην Κωνσταντινούπολη εδίδασκαν την εκκλησιαστική μουσική, διδάσκαλοι της μουσικής. Κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (482 - 565 μ.Χ.) ο ναός της του Θεού Σοφίας είχε 25 ιεροψάλτες, εκτός αυτών δε και 100 αναγνώστες οι οποίοι βοηθούσαν στην ψαλμωδία. Το χορό των ιεροψαλτών διηύθυνε ο πρωτοψάλτης, που χρησιμοποιούσε τη λεγόμενη χειρονομία. Η χειρονομία, που ήταν σε χρήση μέχρι τα μέσα περίπου του ΙΖ΄ αιώνα, εγίνετο με διάφορες κινήσεις του δεξιού χεριού και έδειχνε, συνήθως, το σύνθημα της έναρξης και της παύσης της ψαλμωδίας, καθώς επίσης τον τρόπο εκτέλεσης και το ρυθμό του άσματος.
Επίσης ένας ακόμη στόχος των δραστηριοτήτων της ενορίας μας, είναι η διατήρηση της Πατριαρχικής Παράδοσης και του Πατριαρχικού Ύφους στην ψαλτική τέχνη. Μέσα από τις σελίδες μας θα μπορέσετε να διαβάσετε για την ιστορία της Βυζαντινής Μουσικής και τη διαμόρφωση της κατά την πάροδο των αιώνων για να φτάσει μέχρι και τη σημερινή της μορφή. Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι τα κείμενα που κατά καιρούς θα εκδίδουμε σε αυτές τις σελίδες, δεν θα είναι πάντα γραμμένα από ανθρώπους που έχουν ασχοληθεί και αγαπήσει την βυζαντινή μουσική και την ψαλτική τέχνη.
Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική μας Μουσική είναι τέχνη και επιστήμη. Έλληνες και ξένοι ιστοριογράφοι συμφωνούν ότι οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το σύστημα της εκκλ. μουσικής έχει άμεση σχέση με το αρχαίο Ελληνικό σύστημα.
Όλοι οι μουσικοί και οι υμνογράφοι από τον 3 ο μέχρι και τον 7 ο αιώνα, που εμφανίζεται ο Ιωάν. ο Δαμασκηνός, ήταν βαθιά ποτισμένοι από την Ελληνική παιδεία και γνώριζαν κατά βάθος την αρχαία ελληνική μουσική, όπως φαίνεται άλλωστε και από τα έργα τους.
Η μουσική αυτή, όπως και κάθε άλλη τέχνη, εμφανίστηκε στην αρχή ατελής, εξελίχτηκε όμως και αναπτύχθηκε δια μέσου των αιώνων μέχρι σήμερα.
Η ακμή της Βυζαντινής Μουσικής μαζί με την Υμνολογία των πρώτων αιώνων, αρχίζει από τα τέλη του 7ου αιώνα με τον Ρωμανό τον Μελωδό, τον Πίνδαρο» της εκκλησιαστικής ποιήσεως στο Βυζάντιο.
Στην Βυζαντινή περίοδο ήκμασαν εξαίρετοι μουσικοί και υμνογράφοι, όπως οι: Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Κοσμάς ο Μελωδός, Θεόδωρος ο Στουδίτης, Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Λέων ο Σοφός, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, αυτοκράτωρ, Κασσιανή Μοναχή, Ιωάννης ο Κουκουζέλης, που θεωρείται η μεγαλύτερη μορφή έπειτα από το Δαμασκηνό, Ξένος ο Κορώνης, Πρωτοψάλτης του Ι.Ν. της Αγίας Σοφίας, Ιωάννης ο Κλαδάς, Λαμπαδάριος Αγίας Σοφίας κ.α.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.), η "Βυζαντινή" Μουσική έμεινε στην ουσία της η ίδια. Οι χριστιανοί συσπειρώθηκαν γύρω από τον Πατριάρχη και το Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης ήταν ο θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός του Γένους. Το Πατριαρχείο, ο Πατριαρχικός Ναός, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, υπήρξε η κιβωτός όπου το Βυζαντινό μέλος βρήκε καταφύγιο και διασώθηκε ως τις μέρες μας.
Πρωταρχικά ρόλο σε αυτό έπαιξε η διαδοχή των Αρχόντων Πρωτοψαλτών και των Αρχόντων Λαμπαδαρίων της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, που διατήρησαν όλη την λειτουργική και τυπική τάξη και παράδοση από τους χρόνους εκείνους πριν από την άλωση μέχρι σήμερα.
Στην περίοδο αυτή διακρίνονται εξαίρετοι μουσικοί: Μανουήλ ο Χρυσάφης, Βαλάσιος ιερεύς, Γεώργιος Ραιδεστηνός, Παναγιώτης Χαλάτσογλου, Πέτρος Πελοποννήσιος, Ιάκωβος Πελοποννήσιος, Πέτρος Βυζάντιος κ.α.
Το έτος 1814, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία αποφάσισε τη σύσταση Μουσικής Επιτροπής με την εντολή να επινοήσει και να εφεύρει νέα παρασημαντική γραφή ευκολότερη.
Έτσι η μέχρι σήμερα σωζόμενη μουσική είναι έργο του Χρυσάνθου, του Γρηγορίου και του Χουρμουζίου, των τριών εφευρετών της νέας μουσικής γραφής, οι οποίοι μετέγραψαν και μας χάρισαν τις ιερές μελωδίες των παλαιών μας μουσουργών. Έκτοτε δε βλέπουμε και όλα τα κλασσικά μουσικά κείμενα της Βυζαντινής Μουσικής να εγκρίνονται από την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, και να εκδίδονται πρώτα στο Βουκουρέστι, στην Τεργέστη, στο Παρίσι και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη.
Στη συνέχεια διακρίνουμε δεινούς μουσικούς: Πέτρο τον Εφέσιο, Θεόδωρο Φωκαέα, Παναγιώτη Κηλτζανίδη, Γεώργιο Σαρανταεκκλησιώτη, Νικόλαο Βλαχόπουλο, Γεώργιο Βιολάκη, Ιάκωβο Ναυπλιώτη, Κωνσταντίνο Πρίγγο, Θρασύβουλο Στανίτσα, Βασίλειο Νικολαΐδη και Λεωνίδα Αστέρη, Πρωτοψάλτη τώρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Η "Βυζαντινή" αυτή Μουσική που παραλάβαμε είναι μουσική προσευχητική, μουσική λατρευτική και λέγεται Βυζαντινή, διότι ξεκίνησε και αναπτύχθηκε στο "Βυζάντιο".
Στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα του Βυζαντίου (της Ρωμανίας), η εκκλησία μας ήταν οπλισμένη και στολισμένη με τις περίλαμπρες τέχνες. Την εικονογραφία με την ψηφιδογραφία, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία με την υμνογραφία και την ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ.
Σήμερα εμείς οι απόγονοι και κληρονόμοι της αυτοκρατορίας, έχουμε ένα θησαυρό ολοζώντανο. Τα ιερά τροπάρια τα οποία έγραψαν και μελοποίησαν και έψαλλαν μέσα στην Αγία Σοφία, συνεχίζονται και σήμερα τα ίδια, με την ίδια μουσική, με τον ίδιο τρόπο στους ναούς μας τις βραδιές των Χαιρετισμών και της Μεγάλης Εβδομάδας, όπου οι εκκλησίες μας δε χωρούν τους ορθοδόξους πιστούς μας.
Αυτή λοιπόν είναι η "Βυζαντινή" Μουσική, η Μουσική του Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Ιωάννου Κουκουζέλη και του Ξένου Κορώνη, που ήταν στις μέρες του Βυζαντίου η κατ' εξοχήν μουσική των αυτοκρατόρων και των πατριαρχών.
Η Μουσική πάντοτε και πανταχού θεωρήθηκε ως η ζωηρότερη έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος και επομένως ως η μάλλον ευάρεστος και ευπρόσδεκτος τω Θεώ προσφορά. Χρήση αυτής γίνονταν στις αρχαίες ελληνικές εορτές και πανηγύρεις, καθώς και στις Ιουδαϊκές τελετές από την Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης.
Και οι Εκκλησίες του Xριστού από την σύσταση τους καθιέρωσαν προς αίνο και δοξολογία του Θεού, πλην των ευχών και δεήσεων και την Μουσική, η οποία με την χάρη του μέλους συγκινεί μάλλον την καρδιά και συντελεί προς διέγερση και διατήρηση της απαιτούμενης ευλάβειας και προσοχής κατά την εκτέλεση της θείας λατρείας.
Το παράδειγμα δόθηκε από τον θεμελιωτή της πίστεως μας κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, ο οποίος επισφραγίσθηκε με ιερά υμνωδία. Και ο ιερός Χρυσόστομος θέλοντας να παραστήσει ότι η βάση για την υμνωδία της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, λέγει «Ο Σωτήρ ύμνησεν όπως και ημείς υμνώμεν ομοίως». Oι Απόστολοι, στηριζόμενοι στο παράδειγμα του Κυρίου μας, κατέχουν στην ιστορία της χριστιανικής ψαλμωδίας την πρώτη θέση, αναδειχθέντες μουσουργοί και υμνολόγοι, όπως μαρτυρεί και ο Ευαγγελιστής Λουκάς «Και ήσαν διά παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν».
Στις Αποστολικές Πράξεις βλέπουμε ότι οι Απόστολοι συναθροίζονταν για ψαλμωδία και προσευχή την τρίτη, έκτη και ενάτη ώρα, και εν ώρα νυκτός, όπως oι Απόστολοι, Παύλος και Σίλας, οι οποίοι υμνούσαν τον Θεό προσευχόμενοι κατά το μεσονύκτιο. Oι Απόστολοι με ύμνους και προσευχές τελούσαν τον ενταφιασμό των νεκρών. Επιτάφιοι ύμνοι εψάλησαν και στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καθώς και κατά τον ενταφιασμό του πρωτομάρτυρα και αρχιδιακόνου Στεφάνου.
Η Εκκλησία του Χριστού κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού ανέδειξε όχι ολίγους μελωδούς και υμνογράφους, οι οποίοι εποίησαν έμμετρα άσματα και ωδές λίαν εκφραστικές του ευαγγελικού πνεύματος. Το μελοποιείν κατά τους πρώτους αιώνας ήταν αντικείμενο του ανωτάτου κλήρου, γι' αυτό και ως μελοποιοί αναφέρονται oι ανώτατοι της Εκκλησίας ιεράρχες.
Πλην του λόγου, προς συστηματική διοργάνωση της Μουσικής oι θείοι Πατέρες των διαφόρων χριστιανικών κοινοτήτων μετά ζήλου εργάσθηκαν λόγω των αιρετικών της εποχής εκείνης, οι οποίοι δια της Μουσικής ήθελαν να μεταδώσουν τα κακόδοξα αυτών φρονήματα. Από τους Πατέρες της Εκκλησίας προς τον σκοπό αυτό εργάσθηκαν οι: Εφραίμ ο Σύρος στη Συρία, Αθανάσιος ο Μέγας στην Αλεξάνδρεια, ο Αμβρόσιος στη Εκκλησία Μεδιολάνων, ο Μέγας Βασίλειος στη Μικρά Ασία, και Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως.
Στις Εκκλησίες μέχρι τον Δ΄ μ.Χ. αιώνας έψαλλαν άπας ο λαός. Αλλά επειδή oι ύμνοι με την εξάπλωση του Χριστιανισμού αυξάνονταν, και επειδή συνέβαιναν, συνήθως χασμωδίες, εκρίθη να υποκατασταθεί ο λαός με τους ψάλτες με τους δύο χορούς.
πηγή |