Το τεκμήριο της αθωότητας ισχύει νομικά και κυρίως δημοσιογραφικά και δεν συνίσταται στο να αντιστρατεύεσαι τη λογική ή την αλήθεια, δεν σημαίνει να συμπορεύεσαι με τη συγκάλυψη, αλλά να δίνεις το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να απαντήσει εκφράζοντας ο ίδιος τα επιχειρήματα για την αθωότητά του.
του Κώστα Βαξεβάνη
Τον Φεβρουάριο του 2008, έτυχε να παρακολουθήσω μια συγκλονιστική δίκη στη Θεσσαλονίκη. Ο Ναντής Χατζηγιάννης, αντιστασιακός στα χρόνια της Χούντας, είχε αναγνωρίσει τον βασανιστή του και φονιά του φίλου του Γιάννη Χαλκίδη σε μια διαδρομή της γραμμής 14 του λεωφορείου ΟΑΣΘ. Ο Χατζηγιάννης αποκάλεσε το βασανιστή του “βασανιστή” και “φονιά” μέσα στο λεωφορείο. Ο βασανιστής έκανε μήνυση στον Χατζηγιάννη και αγωγή αργότερα, γιατί ουδέποτε είχε δικαστεί για τα εγκλήματά του και όπως είπε στο δικαστήριο είχε το τεκμήριο της αθωότητας. Βλέπετε οι μεταχουντικές ελληνικές κυβερνήσεις είχαν καλύψει και σε άλλες περιπτώσεις αμνηστεύσει τους βασανιστές της χούντας.
Στη δίκη λοιπόν η οποία δεν επιτρεπόταν να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή αν ο βασανιστής ήταν βασανιστής αφού έπρεπε να περιοριστεί στον αν υπήρχε τέτοια καταδίκη, ο Χατζηγιάννης με σύμμαχο την ίδια την ιστορική αλήθεια κινδύνευε να καταδικαστεί. Αν δεν υπήρχε ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, ο οποίος κατάφερε να οδηγήσει το δικαστήριο έξω από τα όρια της τυπολατρίας, και δικαστές που αντιλαμβάνονταν την αθωότητα όχι μόνο ως μια τυπική νομική έννοια αλλά ως ουσία, η Ιστορία και μαζί και ο Χατζηγιάννης θα είχαν τιμωρηθεί.
Θυμήθηκα τη δίκη αυτή την ώρα που με την αποκάλυψη της υπόθεσης Νίκου Γεωργιάδη, το πρώτο πράγμα που χρησιμοποίησαν οι κάθε είδους υπερασπιστές του ήταν πως "αφού δεν έχει δικαστεί είναι αθώος και κανένας δεν έχει δικαίωμα να αμφισβητεί το τεκμήριο της αθωότητας".
Εκτός από τους καλοπροαίρετους ανησυχούντες ή απορούντες για την “ενοχοποίηση” του Γεωργιάδη, υπήρξαν και οι άλλοι. Αυτοί που κράδαιναν το τεκμήριο της ανοησίας ή ακόμη χειρότερα των προσωπικών τους σκοπιμοτήτων απέναντι στην πραγματικότητα.
Το τεκμήριο της αθωότητας ισχύει νομικά και κυρίως δημοσιογραφικά και δεν συνίσταται στο να αντιστρατεύεσαι τη λογική ή την αλήθεια, δεν σημαίνει να συμπορεύεσαι με τη συγκάλυψη, αλλά να δίνεις το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να απαντήσει εκφράζοντας ο ίδιος τα επιχειρήματα για την αθωότητά του. Το τεκμήριο της αθωότητας όταν πρόκειται ειδικά για δημόσια πρόσωπα που είναι υποχρεωμένα να απαντούν για τη δράση τους, οφείλει να συμβαδίζει με το σεβασμό του ρόλου τους και της αθωότητάς τους πρωτίστως από τους ίδιους.
Το δημόσιο πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν επιβαρυντικά στοιχεία, δεν είναι αθώο επειδή ψελλίζει ή φωνάζει “έχω το τεκμήριο της αθωότητας” αλλά επειδή ξεκαθαρίζει τη θέση του απέναντι στην κοινωνία, στην οποία κατ’ επιλογή του είναι υπόλογο. Στην περίπτωση Γεωργιάδη, που υπάρχουν τόσο σοβαρά στοιχεία για ένα έγκλημα όπως η παιδεραστία, το τεκμήριο της αθωότητας πρέπει να το σεβαστεί και να υποστηρίξει ο ίδιος και όχι να το διαρρέει ως νομική απαίτηση. Ο Γεωργιάδης μετά τη σύλληψή του απέφυγε τη νομική κρίση επιδεικνύοντας διπλωματικό διαβατήριο. Στη συνέχεια, όταν τα θύματά του προσέφυγαν εναντίον του, έστειλε δικηγόρο να υποστηρίξει όχι την αθωότητά του αλλά πως δεν πρέπει να δικαστεί γιατί υπάρχει παράθυρο στο νόμο. Και όταν όλα αυτά δημοσιεύτηκαν, αντί να υποστηρίξει την αθωότητά του απαντώντας δημόσια όπως επιβάλει ο δημόσιος ρόλος του, απείλησε με μηνύσεις και αγωγές.
Ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να αποκαλύπτει όσα προσπαθούν να καλύψουν. Όταν βρίσκεται μπροστά στην αλήθεια την οποία κρύβει η συγκάλυψη πρέπει να το δημοσιοποιήσει χωρίς να αρνείται το δικαίωμα αυτού τον οποίο καταγγέλλει να απαντήσει. Η δημοσιογραφία δεν παράγεται σε γραφεία με συνεδριακού τύπου αναζητήσεις αλλά στην ιστορική πραγματικότητα. Πολλές υποθέσεις φτάνουν στα δικαστήρια (να θυμίσω από το Βατοπέδι ως τη Χρυσή Αυγή) επειδή ακριβώς τις καταδεικνύουν οι δημοσιογράφοι. Πολλές φορές η δημοσιογραφία μπορεί και να συγκρούεται με διαδικασίες που θεωρητικά αποδίδουν Δικαιοσύνη όταν δεν την αποδίδουν. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είναι γεμάτα με τίτλους για νομικές συγκαλύψεις υποθέσεων ή και παραδικαστικά κυκλώματα, ακόμη και αν υπάρχουν όχι τεκμήριο αθωότητας, αλλά αθωώσεις. Αυτός είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου.
Φαντάζομαι εξαιτίας αυτού του ρόλου και του σεβασμού στην αλήθεια και όχι τις νομικές προφάσεις, οι εφημερίδες, με πρώτη την Εφημερίδα των Συντακτών, αποκαλούν τη Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση και αρκετά μέλη της δολοφόνους χωρίς καν να υπάρξει δίκη. Με την ίδια λογική ο Πινοσέτ αποκαλείται δολοφόνος και βασανιστής στα ιστορικά βιβλία, αν και δεν έχει δικαστεί ποτέ.
Στην περίπτωση Γεωργιάδη, δεν αποκαλέσαμε το Γεωργιάδη παιδεραστή, αλλά περιγράψαμε πώς κατάφερε να αποφύγει τη Δικαιοσύνη σε μια υπόθεση παιδεραστίας στην οποία έχει εμφανή εμπλοκή.
Τώρα που τελείωσα με αυτή τη θεωρητική ανάλυση ας πάμε λίγο στη δημοσιογραφική πραγματικότητα. Υπάρχει στη δημοσιογραφική πιάτσα ένα είδος δημοσιογράφων που αποκαλώ “οι επαγγελματίες της κριτικής των άλλων”. Δεν ξέρω αν το κίνητρό τους είναι η ζηλοφθονία, αν κονταίνουν τους άλλους για να φανούν οι ίδιοι ψηλοί, αν απλώς είναι αυτάρκεις και αυτοθεοποιημένοι μεταφράζοντας την ημιμάθειά τους σε σοφία. Το θέμα είναι πως αυτοί οι άνθρωποι, οι ίδιοι πάντα, βγάζουν μεροκάματο κανιβαλίζοντας τους συναδέλφους τους, κατηγορώντας τους για τα πάντα και φροντίζοντας σιωπηλά να υπονοήσουν πόσο καλά ασκούν οι ίδιοι τη δημοσιογραφία. Για να τα πετύχουν όλα αυτά προτάσσουν μεγάλες αξίες, όπως τα δικαιώματα ή η Αριστερά την οποία συνήθως υπηρετούν. Αν δεν χρησιμοποιούσαν άλλωστε αυτό το άλλοθι και τον ιδεολογικό καπνό, θα ήταν απλώς μίζεροι και εμφανώς κακόβουλοι στα μάτια του κόσμου.
Το μεγαλύτερο παράδοξο είναι πως ενώ υποστηρίζουν τα δικαιώματα και την κομψή αντιμετώπιση των κατηγορουμένων είναι έτοιμοι να εξακοντίσουν βαριές κατηγορίες απέναντι σε συναδέλφους τους, όπως έκανε για μένα η ΕΦΣΥΝ αποκαλώντας με (με φωτογραφία παρακαλώ) πάτο της δημοσιογραφίας. Την απάντηση σε αυτό έδωσαν οι ίδιοι οι αναγνώστες της ΕΦΣΥΝ με σχόλιά τους κάτω από το σχετικό άρθρο. Βλέπετε οι γραφικοί φανφαρόνοι της βαριάς ιδεολογικής κριτικής των άλλων, αγνοούν πως δεν μπορούν να γράφουν ό,τι θέλουν πια γιατί το μέσο είναι διαδραστικό και μπορεί όλο το στομφώδες δημιούργημά τους που στηρίζεται στην σαρκοφαγία, να γκρεμιστεί από τον αναγνώστη με δυό γραμμές. Έφτασε στο σημείο η εφημερίδα, προκειμένου να χτυπήσει εμένα, να βαφτίσει την παιδεραστία σεξουαλική επιλογή την οποία δεν σέβομαι.
Μετά την κατακραυγή, η ΕΦΣΥΝ πόσταρε άλλο άρθρο στο οποίο διευκρινίζει πως στην εφημερίδα οι δημοσιογράφοι είναι ελεύθεροι να γράφουν ό,τι θέλουν.
Απ’ ό,τι είδα στα σχόλια των αναγνωστών απαντούσε η ΕΦΣΥΝ και όχι η κρινόμενη δημοσιογράφος. Δεν μπορείς όμως να βαφτίζεις την αυθαιρεσία και την επιπολαιότητα ελευθερία για να μην απολογηθείς. Δεν μπορείς θεωρητικά να απαιτείς σεβασμό σε κανόνες, όπως αυτόν του τεκμηρίου της αθωότητας, αλλά οι δημοσιογράφοι να γράφουν χωρίς κανόνες σεβασμού. Αυτή η ψευδεπίγραφη ελευθερία που είναι ο ευτελισμός του επαγγέλματος, εμφανίζεται μόνο όταν πρόκειται να κανιβαλίσουν ανθρώπους αλλά όχι συμφέροντα. Ψάχνω για παράδειγμα να βρω ένα ρεπορτάζ της ΕΦΣΥΝ για κάποιο από τα σκάνδαλα της Πειραιώς από την οποία παίρνει συστηματικά διαφήμιση. Η ελευθερία είναι λοιπόν στην αφ’ υψηλού σαρκοφαγία αλλά όχι στα υπόλοιπα. Εκεί είναι “τύπος και υπογραμμός”.
Δεν γνωρίζω τι ζόρι τραβάνε που λένε και στην πιάτσα μερικοί άνθρωποι στην εφημερίδα με μένα. Ξέρω όμως πως αυτή η τακτική του “κρίνω τους πάντες και αυτοδίκαια αποκτώ εγώ σπουδαιότητα”, “σηκώνω το δάχτυλο άρα έχω χέρι”, “ανοίγω το στόμα άρα έχω άποψη” ήταν από τις αιτίες που γκρέμισαν μια από τις πιο σπουδαίες εφημερίδες, την Ελευθεροτυπία. Αυτό το φαινόμενο της δημοσιογραφίας, επί χρόνια και πολύ φοβάμαι εξαιτίας των ίδιων ανθρώπων, έπαψε να δημοσιογραφεί και ζούσε διατυπώνοντας απόψεις για το πόσο κακοί είναι οι άλλοι. Άνθρωποι που δεν πάταγαν στο ρεπορτάζ, αντέγραφαν τα ρεπορτάζ της τηλεόρασης και στη συνέχεια έγραφαν και ένα σχόλιο για το πόσο κακή ήταν οι τηλεόραση. Δημοσιογράφοι που ξέχασαν πώς είναι να είσαι δημοσιογράφος και όρισαν στον εαυτό τους το ρόλο του παραγωγού απόψεων που αρκετές φορές παράγονταν απλώς για τον εαυτό τους. Η Ελευθεροτυπία κατρακύλησε έτσι ως την απαξίωση πριν κλείσει
Φαίνεται πως η δημοσιογραφία ξεχνιέται. Η συνήθεια δύσκολα.
πηγή |