Ο ρόλος των Φαρμακοβιομηχανιών απ' την Ναζιστική εποχή έως σήμερα "Το πείραμα έγινε. Όλα τα αντικείμενα της δοκιμασίας πέθαναν. Θα θέλαμε να σας πληροφορήσουμε ότι θα χρειαστούμε μια νέα παράδοση σύντομα"
Το 1996, στη διάρκεια μιας επίσκεψης του γράφοντος σ΄ ένα γερμανικό ψυχιατρείο, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία έξω από τη Φρανγκφούρτη, στα πλαίσια ενός προγράμματος εκπαιδευτικών επισκέψεων, πληροφορηθήκαμε (όχι από εκπρόσωπο του ψυχιατρείου, αλλά από ένα γερμανό λειτουργό σε καίρια θέση, που ήταν σε θέση να γνωρίζει - και ν΄ αναγνωρίζει με ειλικρίνεια - την πραγματική κατάσταση στη Γερμανία) ότι η ευθανασία συνεχιζόταν στο εν λόγω ψυχιατρείο (όπως, πιθανώς, και σε διάφορα άλλα), με πρωτοβουλία ψυχιάτρων και νοσηλευτών, τουλάχιστον μέχρι το 1948, τρία, δηλαδή, χρόνια μετά την πτώση του χιτλερικού καθεστώτος και ενώ ήταν σε εξέλιξη οι δίκες της Νυρεμβέργης, που δίκαζαν αυτά ακριβώς τα εγκλήματα.
Το γεγονός αυτό είναι άκρως ενδεικτικό του ρόλου της Ψυχιατρικής στο ναζιστικό πρόγραμμα της οργανωμένης εξολόθρευσης όλων όσων θεωρούνταν απειλή για την «υγεία του κοινωνικού σώματος» και την «καθαρότητα της φυλής». Δείχνει ότι η εξόντωση της ζωής που θεωρούνταν «ανάξια να ζει» δεν ήταν μια «παρέκκλιση» της ψυχιατρικής πρακτικής στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά αγκυροβολούσε σε μια βαθιά εδραιωμένη πεποίθηση, σε μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα ενός μεγάλου τμήματός της, ίσως πλειοψηφικού, που έβλεπε την ψυχική διαταραχή ως μια αμετάστρεπτη εγκεφαλική νόσο, ένα βιολογικό φαινόμενο και τη «διαφορετικότητα» ως εκφυλισμό και κατωτερότητα.
Στα παρακάτω, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τι συνιστά αυτή την ψυχιατρική, της οποίας τα προτάγματα μπορούν (τότε, όπως και τώρα), κάτω από ορισμένες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες όπως αυτές τής περιόδου του Τρίτου Ράϊχ, ν΄ αξιοποιηθούν (ν΄ αποτελέσουν τη γέφυρα και ν΄ αγκυροβολήσουν) στην ευρύτερη πολιτική επιδίωξη του κράτους για την εξόντωση διαφόρων ομάδων του πληθυσμού και πληθυσμών ολόκληρων. Θα εξετάσουμε, περαιτέρω, τη συνεργασία των γιατρών (ψυχιάτρων και άλλων) με τις φαρμακοβιομηχανίες και τον σημαντικό ρόλο αυτών των τελευταίων στο ναζιστικό πρόγραμμα εξόντωσης και στα πειράματα πάνω σε ανθρώπους.
Το Κεφάλαιο ως φετίχ, ο Άνθρωπος ως αντικείμενο
Η φράση «ο εθνικοσοσιαλισμός είναι εφαρμοσμένη βιολογία» (ένα από τα συνθήματα της εποχής) συμπυκνώνει κατά τον καλλίτερο, αν και ανατριχιαστικό, τρόπο τις συνέπειες που είχε η ενσωμάτωση των ραγδαία αναπτυσσόμενων, αλλά απολύτως ανεπαρκών και ακατέργαστων ανακαλύψεων της βιολογίας και των νευροεπιστημών, στη διάρκεια του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, σ΄ ένα πολιτικό πρόγραμμα και ένα τρόπο σκέψης που βλέπει τις ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες με όρους βιολογίας (1).
Ενα τρόπο σκέψης που καθίσταται δυνατός από τη μορφή που παίρνει η ανάπτυξη και ταυτόχρονα ο αλλοτριωμένος χαρακτήρας και η φετιχοποίηση του κεφαλαίου εκείνη την περίοδο, ως μια αποξενωμένη διαδικασία με οργανικό χαρακτήρα, που υπερβαίνει και ενσωματώνει τα μέρη της (ανθρώπους και υλικά παραγωγικά μέσα) στην παραγωγή ως αυτοσκοπό. Η εμφάνιση του κεφαλαίου ως «πράγματος», ως οργανικής διαδικασίας που υπερβαίνει και ενσωματώνει στους σκοπούς του τους ανθρώπους, έχει την πηγή της στο φετιχισμό του εμπορεύματος, ως έκφραση της κυριαρχίας της αφηρημένης εργασίας πάνω στη συγκεκριμένη εργασία - της αξίας, δηλαδή, που διαμεσολαβεί στις σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους, μετατρέποντας και εμφανίζοντάς τις ως σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα (2). Αυτή η πραγμοποίηση και αντικειμενοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, που πηγάζει από την υλική βάση της κοινωνίας, επηρεάζει και διαμορφώνει αποφασιστικά τις επιστήμες του ανθρώπου, την ιατρική και την ψυχιατρική ειδικότερα.
«Υπάρχουν όρια σ΄ αυτό που μπορεί να κάνουν σ΄ έναν έγκλειστο στη φυλακή, αλλά δεν υπάρχουν όρια στη μεταχείριση που μπορεί να υποστεί ένας άρρωστος στο ψυχιατρείο», έλεγε ο Ronald Laing σε μια συνομιλία του με τον Franco Basaglia, (3) υπονοώντας μ΄ αυτό ότι η εντολή στον ψυχίατρο είναι ολοκληρωτική με την έννοια ότι αυτός ενσαρκώνει την επιστήμη, την ηθική και τον λεγόμενο πολιτισμό του κοινωνικού σώματος, εν ονόματι του οποίου λειτουργεί ως ο εντεταλμένος του αντιπρόσωπος.
Συγκρίνοντας αυτά τα δίδυμα ολοπαγή ιδρύματα, ο Laing δεν αναφερόταν, προφανώς, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, που τη θηριώδη, εκμηδενιστική και απανθρωποποιητική λειτουργία του αναδεικνύει, αντλώντας από την προσωπική του σκληρή εμπειρία, ο Primo Levi («Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»), που μας έκανε ικανούς να δούμε τις πτυχές εκείνες που κάνουν το ψυχιατρείο να μοιάζει συχνά περισσότερο ως στρατόπεδο συγκέντρωσης παρά ως φυλακή.
Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΒΙΟ-ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Στην εξολόθρευση των ψυχικά πασχόντων και άλλων αναπήρων διασταυρώνονται το κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα και η ιδεολογία του ναζισμού με μια ψυχιατρική, διαθέσιμη πάντα στην άσκηση της ιδρυματικής βίας. Είναι σαφές ότι ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής ψυχιατρικής είδε, εκείνη την εποχή, στο ναζισμό την κοινωνικοπολιτική προέκταση της δικής της κουλτούρας και πρακτικής, ως μια ευκαιρία για την εφαρμογή (και επιβολή) στην κοινωνία ενός «επιστημονικού» προγράμματος (βασισμένου στην γενετική και την ευγονική), με τον ίδιο τρόπο που ο ναζισμός θεώρησε ότι βρήκε σ΄ αυτού του είδους την ψυχιατρική, την «επιστημονική» θεμελίωση των δικών του αντιλήψεων για το ρατσισμό της φυλής και του αίματος.
Η Ψυχιατρική διατρέχεται από τις βιο-πολιτικές πρακτικές που οικοδομούνται βαθμιαία, από τον 19ο αιώνα και επιβάλλουν θετικούς κανόνες και οδηγίες στην αστική κοινωνία (4). Πολύ σύντομα συγκροτείται σε συνάρτηση με ιατρο-νομικά κανονιστικά πρότυπα που παγιώνουν την πρωτοκαθεδρία της επικινδυνότητας και τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης σε σχέση με την θεραπεία της αρρώστιας που επικαλείται.
Ψυχίατροι και ψυχιατρική βρέθηκαν να δικαιολογούν με επιστημονικούς όρους μέτρα νομικού ενδιαφέροντος. Αν επομένως, ο ασθενής πάσχει αρχικά από μια απώλεια της ταυτότητας, το ίδρυμα και η ψυχιατρική του φτιάχνουν μια νέα διαμέσου της αντικειμενοποιητικής σχέσης που εγκαθιδρύουν μαζί του και των πολιτιστικών στερεότυπων με τα οποία τον περιβάλλουν (5).
Αν ο ασθενής εμφανίζεται ως ακατανόητος στη σχέση του με τον ψυχίατρο, θα έπρεπε, όπως λέει ο Basaglia, να τεθεί ερώτημα και για τους δύο - και για τον ασθενή που δεν γίνεται κατανοητός και για τον ψυχίατρο που δεν καταλαβαίνει. Αλλά οι ιδέες και οι αξίες του ψυχιάτρου αποτελούν το μέτρο σύγκρισης και είναι ο ψυχίατρος που ορίζει τη γλώσσα του ως τη μοναδικά ορθή, αποκλείοντας τον ασθενή στη σφαίρα του «ακατανόητου», διαμέσου μιας καταστρατήγησης, που δεν έχει κανένα θεραπευτικό στόχο (6).
Ο έγκλειστος γίνεται, εν τέλει, ένα σώμα ιδρυματοποιημένο πού ζει και βιώνει τον εαυτό του ως αντικείμενο, παρόλο που, ενίοτε, (μέσα από τα acting out) θα προσπαθήσει να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά ενός δικού του σώματος, αρνούμενος την ταύτιση με το ίδρυμα.
ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ
Μπροστά σ΄ αυτή την κατάσταση ο ψυχίατρος ή αποδέχεται την κοινωνική εντολή να λειτουργήσει ως φύλακας εγκλείστων για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, ή αρνείται να παίξει αυτό το ρόλο αναγνωρίζοντας ότι «είναι τα βίαια συστήματα (θεραπευτικοί και κοινωνικοί θεσμοί) που προκαλούν τη βία των ασθενών» (7).
«Αύριο το πρωί, την ώρα της επίσκεψης, όταν χωρίς κανένα λεξικό θα προσπαθήσετε να επικοινωνήσετε με αυτούς τους ανθρώπους, θα μπορείτε να θυμάστε και ν΄ αναγνωρίσετε ότι, απέναντί τους, η ανωτερότητά σας είναι μόνο μία : η ισχύς». Ετσι τέλειωνε το περίφημο γράμμα που στάλθηκε από το κίνημα των υπερρεαλιστών, την δεκαετία του 20, στους διευθυντές των ψυχιατρείων (8).
«Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρη, την εκμηδένιση του ανθρώπου… Τίποτα δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας. Εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν και εάν μας άκουγαν, δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και το όνομά μας: και αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ΄ αυτό να σώσουμε κάτι από μας, απ΄ αυτό που υπήρξαμε.…Ας σκεφτούμε έναν άνθρωπο που του στερούν όχι μόνο τα αγαπημένα του πρόσωπα, αλλά και το σπίτι του, τις συνήθειές του, τα ρούχα του, κυριολεκτικά οτιδήποτε του ανήκει: θα είναι πλέον ένας άδειος άνθρωπος, θα οδηγηθεί στην ένδεια και στη θλίψη, θα χάσει την αξιοπρέπεια και τη λογική του, γιατί είναι εύκολο αν χάσεις τα πάντα, να χάσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό. Και όταν βρεθεί σ΄ αυτή την κατάσταση άλλοι θα ορίζουν τη ζωή του και θ΄ αποφασίζουν για τον θάνατο του χωρίς κανένα αίσθημα ανθρωπισμού, ή, στην καλλίτερη περίπτωση, με μόνο κριτήριο το όφελος. Τότε θα γίνει κατανοητή η διπλή σημασία του όρου «στρατόπεδο εξόντωσης», θα γίνει κατανοητό τι θέλουμε να εκφράσουμε τη φράση: είμαστε στον πάτο». Είναι ο Primo Levi που μιλάει για την εμπειρία του εγκλεισμού του στο Auschwitz (9), αλλά θα μπορούσε, εξίσου, να είναι ένας έγκλειστος σε ψυχιατρείο – σ΄ ένα ψυχιατρείο όχι παλιά, αλλά σήμερα.
Σ΄ όλη τη διαδρομή των μεταρρυθμίσεων των ολοπαγών ιδρυμάτων μέχρι σήμερα, αυτές συνδέονται κυρίως με την ανάγκη για μια θεσμική προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, χωρίς ν΄ αλλάζει τη φύση των ιδρυμάτων. Μετασχηματισμός, εξορθολογισμός, έλεγχος λειτουργούν στην ίδια λογική μιας διαδικασίας που διαιωνίζεται διαμέσου της συνεχούς τυπικής αλλαγής των πραγμάτων, χωρίς ν΄ αλλάζει η ουσία τους. Η ιδρυματική σχέση ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι μια σχέση εξουσίας που χρησιμεύει μόνο στη διαιώνιση της κυριαρχίας (10).
Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΗΣ «ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΖΕΙ»
Η ψυχιατρική ως θεσμός, τόσο την περίοδο της πρωτοκαθεδρίας του ψυχιατρείου, όσο και σήμερα, είναι λειτουργικά συναρθρωμένη με το κοινωνικό σύστημα του οποίου αποτελεί εντολοδόχο.. Ηδη από την περίοδο του πρώιμου καπιταλισμού, όπου η νόρμα (και η υγεία) συμπίπτει με την ικανότητα για συμμετοχή στη δεδομένη παραγωγική διαδικασία, το οικονομικό σύστημα παράγει μια διαρκώς αυξανόμενη σε αριθμούς μάζα των ανθρώπων που καταδικάζει ως «άχρηστους», «πλεονάζοντες», «απόβλητους», τα «σκουπίδια της κοινωνίας». Τις «άδειες ανθρώπινες φλούδες», τη «σαβούρα», όπως χαρακτήρισαν πιο συγκεκριμένα τους ψυχασθενείς και τους πνευματικά ανάπηρους οι Hoche και Binding στο βιβλίο τους «Νομιμοποίηση της ζωής που δεν αξίζει να ζει». Ολους αυτούς, δηλαδή, των οποίων οι ανάγκες δεν παίρνουν την απάντηση που τους πρέπει, ως αυτές που είναι, στην αμεσότητά τους, αλλά γίνονται αντικείμενο διαχείρισης από μηχανισμούς ελέγχου στη βάση κανονιστικών προτύπων με τα οποία το σύστημα ταξινομεί και οριοθετεί ποιοι θα είναι ενσωματωμένοι και ποιοι αποκλεισμένοι σε χώρους εκτός της οργανωμένης κοινωνίας, σε χώρους εγκλεισμού ή του περιθωρίου.
Όπως λέει ο Basaglia, το πρόβλημα της τρέλας είναι πάντα η σχέση ανάμεσα στο άτομο και την οργάνωση. Είναι ένα πρόβλημα του χώρου-φυσικού και ψυχολογικού - που το άτομο βρίσκει μέσα στην ομάδα. Εάν το άτομο, λέει, συμμετέχει στον ορισμό της νόρμας ως έκφραση των δικών του αναγκών και των αναγκών των άλλων, η υποκειμενικότητά του θα περιορίζεται μόνο από την ύπαρξη του Αλλου, των άλλων υποκειμενικοτήτων. Αλλά αν η νόρμα είναι ένας κανόνας, που επιβάλλεται από την κυρίαρχη ομάδα προς το δικό της συμφέρον, τότε εμποδίζει, καταστρατηγεί και πνίγει την υποκειμενική έκφραση των κυριαρχούμενων, υποβιβάζοντας το άτομο σ΄ ένα υποταγμένο σώμα, ένα σώμα αλλοτριωμένο και εκμεταλλευόμενο, ένα σώμα αντικείμενο - αυτό με το οποίο ασχολείται η ιατρική και η ψυχιατρική, συνεχίζοντας, με την αντικειμενοποίηση της τρέλας από το λόγο, την ίδια διαδικασία που ξεκίνησε με την εκμετάλλευση του ανθρώπου από το σύστημα παραγωγής (11).
Από το σημείο αυτό μέχρι την εξολόθρευση της «ζωής που είναι ανάξια να ζει», η απόσταση εξαρτάται από την ύπαρξη των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών και συσχετισμών εκείνων, που όχι απλώς επιτρέπουν, αλλά επιβάλλουν την πραγματοποίησή της.
Σε σχέση με τα παραπάνω, θα κάνουμε τρεις επισημάνσεις, το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει από το πλούσιο υλικό του αφιερώματος των «Τετραδίων Ψυχιατρικής», «Φασισμός και Ψυχιατρική», πριν 12 χρόνια.
ΕΠΙΛΟΓΗ-ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ-ΕΞΟΝΤΩΣΗ
Η πρώτη αφορά στην όλη τελετουργία της επιλογής των προς εξόντωση ασθενών: η κατάρτιση του ερωτηματολογίου από τους υπευθύνους των ιδρυμάτων και τους ψυχιάτρους, στη βάση των οποίων έπρεπε να καταγράψουν τους ασθενείς που δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμιά εργασία μέσα στο ίδρυμα (τους «μη λειτουργικούς», ας πούμε) και αυτούς που μπορούσαν, όσους νοσηλεύονται για πάνω από πέντε χρόνια, όσους είχαν διαπράξει εγκληματική πράξη και όσους δεν είχαν γερμανική υπηκοότητα, ή συγγένεια αίματος με Γερμανό. Κι΄ έπειτα, η διαταγή να είναι έτοιμος ο ασθενής για μεταφορά μια καθορισμένη ημερομηνία (12).
Είναι (ή πρέπει να είναι) κοινώς αποδεκτό ότι ευθύνη για την εξολόθρευση των ψυχασθενών έχουν όχι μόνο όσοι διέταξαν την όλη διαδικασία, αλλά και αυτοί που συμπλήρωσαν, εν γνώσει τους, τους καταλόγους. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί εκ των υστέρων ότι «δεν ήξερε», δεδομένου μάλιστα ότι οι διαχωριστικές πρακτικές (επιλογή/αποκλεισμός) ήταν και παραμένουν κομβικής σημασίας στην ιδρυματική ψυχιατρική.
Αν τα πράγματα έχουν έτσι για την ναζιστική Γερμανία, τότε τι να πούμε για τη Λέρο, για τη συμπλήρωση αντίστοιχων ερωτηματολογίων από τους έλληνες ψυχιάτρους – όπου κατέγραφαν όσους δεν είχαν επαφή με συγγενή, αρχικά τουλάχιστον για δυο χρόνια, και αργότερα για ένα χρόνο;
Προφανώς στην επιλογή για μεταφορά στη Λέρο έπαιξαν ρόλο και οι άλλες παράμετροι, όπως, πχ, αν ο ασθενής είναι «καλός», «ήσυχος» και «υπάκουος», «δεν λερώνει» και «δουλεύει στο τμήμα». Κι΄ έπειτα, η ετοιμασία για τη μαζική αναχώρηση από τον Σκαραμαγκά, με εκατοντάδες στοιβαγμένους στο αρματαγωγό, ο καθένας μ΄ έναν αριθμό (την «ταυτότητά» του) καρφιτσωμένο στο πέτο…
Δεν ακούστηκε, όλα αυτά τα χρόνια, καμιά αυτοκριτική απ΄ όσους συμπλήρωσαν αυτούς τους καταλόγους μεταφοράς παιδιών και ενηλίκων ασθενών στη Λέρο. Φυσικά, η Λέρος δεν ήταν στρατόπεδο εξολόθρευσης όπως τα ναζιστικά. Ταίριαζε πιο πολύ με τις περιγραφές του Primo Levi.για τη ζωή στο στρατόπεδο πριν τον θάλαμο των αερίων.. Αλλωστε, μια ψυχίατρος που δούλεψε εκεί για τριάντα χρόνια, είχε εκφράσει, συνοπτικά και εύγλωττα, τι αντιπροσώπευε η μεταφορά στη Λέρο: «Εμείς τους υποδεχτήκαμε και τους περιθάλψαμε. Στη Γερμανία του Χίτλερ θα τους είχαν κάνει σαπούνι….»
Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ως Ιατρική
Η δεύτερη επισήμανση αφορά στην ιατρικοποίηση της όλης διαδικασίας της εξόντωσης (13), που εκφράστηκε με την επιμονή να χορηγείται από το γιατρό το θανατηφόρο φάρμακο, ως μέρος της «ιατρικής πράξης» : μιας ιατρικής πράξης διαστροφικής που, αφού είχε αντικειμενοποιήσει και πραγμοποιήσει τον ψυχικά πάσχοντα, θεωρώντας τον ανίκανο για συναισθήματα και πόνο, ολοκλήρωνε τα έργο της ψυχικής απονέκρωσης επιφέροντας τον φυσικό θάνατο στο όνομα της ζωής του «υγιούς κοινωνικού σώματος» - συμμετέχοντας, παράλληλα, στην απαλλαγή του προσανατολισμένου στον πόλεμο εθνικού προϋπολογισμού από το βάρος για την συντήρησή τους. Στη δεύτερη φάση του προγράμματος της ευθανασίας, όταν αυτή έπαψε να είναι ένα πρόγραμμα οργανωμένο κεντρικά από την ίδια την καγκελαρία και ανατέθηκε στις περιφερειακές ιατρικές υπηρεσίες (η φάση της άγριας ευθανασίας»), άνοιξε πλήρως το πεδίο για την πρωτοβουλία ψυχιάτρων και νοσηλευτών στα κατά τόπους ιδρύματα, που οργάνωναν και εκτελούσαν την ευθανασία ως μέρος της καθημερινής ρουτίνας της ιατρικής πράξης.
ΟΙ ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΣ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ
Η τρίτη επισήμανση αφορά στο γεγονός ότι, κατά τα φαινόμενα, η εξόντωση των ψυχασθενών ήταν η πρώτη πράξη, που σύντομα επεκτάθηκε στους εβραίους, στους τσιγγάνους και στις άλλες ομάδες που θεωρούταν ότι μολύνουν την «καθαρότητα της φυλής» και το «υγιές κοινωνικό σώμα». Αυτό είναι εξαιρετικά διδακτικό και για τη σημερινή εποχή. Η μεταχείριση και η μοίρα των ψυχασθενών και των πιο αδύναμων είναι η ίδια που δυνητικά απειλεί ολόκληρη την κοινωνία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ψυχίατροι, που συμμετείχαν στην εξόντωση των ψυχασθενών, συνέχισαν τη δραστηριότητά τους και για την εξόντωση εβραίων και άλλων. Όχι μόνο το ιατρικό προσωπικό, αλλά και οι θάλαμοι των αερίων ήταν οι ίδιοι που λειτούργησαν αρχικά στα κέντρα ευθανασίας και εν συνέχεια αποσυναρμολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν ανατολικότερα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το ίδιο έγινε και με τα μέλη των SS που είχαν από τη αρχή συμμετάσχει στις διαδικασίες του προγράμματος Τ4, της εξόντωσης δηλαδή, των ψυχασθενών : τώρα όλοι αυτοί είχαν επιστρατευθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λόγω προφανώς «κτηθείσης εμπειρίας».
Υπάρχει εδώ μια συνέχεια που θέτει την εξόντωση των εβραίων, των τσιγγάνων και όλων των άλλων στην ίδια γραμμή και στην ίδια προοπτική με αυτή της εξόντωσης των ψυχασθενών (14) (αν και η εξόντωση των εβραίων, με τα απόλυτα χαρακτηριστικά που πήρε – «να μη μείνει εβραίος πάνω σ΄ όλη την Ευρώπη» - έχει μια ιστορική μοναδικότητα) : ο «εθνικοσοσιαλισμός» είναι εφαρμοσμένη βιολογία, για την άμυνα απέναντι στο εκφυλισμό της άριας φυλής, για την καθαρότητα του αίματος - είναι η πρώτη «γονιδιακή θεραπεία» σε μαζική κλίμακα, που οδήγησε στην εξόντωση ολόκληρων πληθυσμών.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ
Μιλώντας για τη συνέχεια του συστήματος εξολόθρευσης, φτάνουμε αναπόφευκτα στο ρόλο των γερμανικών φαρμακοβιομηχανιών, όχι απλώς σε επικερδείς επιχειρήσεις από τη σύμπλευση με τους στόχους του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά στην ενεργό συμμετοχή τους στο πρόγραμμα της εξολόθρευσης.
Είναι γνωστός ο ρόλος και η συνεργασία της IG Farben με το ναζιστικό καθεστώς. Αποτελώντας την αντίδραση της Γερμανίας στην ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η IG Farben ιδρύθηκε σαν ένα καρτέλ της χημικής βιομηχανίας που είχε σχεδόν το μονοπώλιο της χημικής παραγωγής στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής του παρασιτοκτόνου Zyklon B που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση στους θαλάμους των αερίων (15).
Η IG Farben αποτελούνταν από τις πιο μεγάλες γερμανικές εταιρείες, όπως η Bayer, η Hoechst, η Agfa, η Basf και άλλες. Τα κέρδη του συγκροτήματος προέρχονταν από την πώληση καυσίμων για αεροπλάνα και από τις δύο πλευρές των εμπολέμων, από τη βιομηχανοποίηση της μαζικής εξόντωσης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τη μαζική χρησιμοποίηση, για να εργαστούν ως σκλάβοι, αιχμαλώτων πολέμου και «εχθρών του λαού» και από την αρπαγή των πόρων του εχθρού στις καταχτημένες περιοχές. Στη διάρκεια του σχεδιασμού της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία και στην Πολωνία, για παράδειγμα, η IG Farben συνεργάστηκε στενά με τους ναζί αξιωματούχους δίνοντας οδηγίες ποια από τα χημικά εργοστάσια των χωρών που επρόκειτο να κατακτηθούν, θα έπρεπε να διασωθούν και να παραδοθούν σ΄ αυτήν (16).
Η IG Farben έχτισε ένα εργοστάσιο παραγωγής συνθετικού καυσίμου και ελαστικού στο Auschwitz. Στο αποκορύφωμα των δραστηριοτήτων του, αυτό το εργοστάσιο χρησιμοποιούσε 83.000 κρατούμενους του στρατοπέδου, με όρους καταναγκαστικής, δουλοκτητικής εργασίας. Περίπου 370.000 κρατούμενοι πέθαναν ως αποτέλεσμα των εργασιακών συνθηκών και του υποσιτισμού. Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της IG Farben, Schneider, δήλωνε το 1943 : «.. να βγάλουμε όσο μπορούμε περισσότερη δουλειά από τους αιχμαλώτους πολέμου. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να τραφούν, να στεγαστούν και να φροντιστούν έτσι ώστε ν΄ αποσπάσουμε την κατά το δυνατόν περισσότερη δουλειά με το ελάχιστο δυνατό κόστος». Δεν είναι εκπλήσσει, επομένως, ότι, στο φως αυτής της δήλωσης, ότι ο μέσος όρος ζωής σ΄ αυτό το εργοστάσιο-lager ήταν 9 μήνες (17).
Στη δίκη της IG Farben, το 1947-48, στην οποία δικάστηκαν (στις μετά τη Νυρεμβέργη δίκες), από αμερικάνους δικαστές, 24 διευθυντικά της στελέχη, η κατηγορία για χρησιμοποίηση καταναγκαστικής εργασίας (slave labor) δεν έγινε δεκτή (λόγω της «κατάστασης ανάγκης»), παρά μόνο για την οφθαλμοφανέστατη περίπτωση του εργοστάσιου στο Auschwitz, που σκόπιμα η εταιρεία το έχτισε εκεί για να χρησιμοποιήσει την εργασία των εγκλείστων - παρόλο που η IG Farben χρησιμοποίησε καταναγκαστική εργασία σε πολύ περισσότερες περιπτώσεις. Από τους 24, καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές οι 13 (ενάμιση έως 8 χρόνια) (18).
Εχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι αμερικάνοι ήταν πολύ προσεκτικοί, όταν βομβάρδιζαν τη Γερμανία, να μη πλήξουν υπέρμετρα τις εγκαταστάσεις της IG Farben, δεδομένου ότι ήταν γνωστό ότι προμήθευε και τις «Συμμαχικές δυνάμεις» με καύσιμο για αεροπλάνα διαμέσου του ομίλου Ροκφέλερ (Standard Oil). Μάλιστα, ο δικαστής Howard C. Peterson, που επελέγη για ν΄ ασκήσει την ποινική δίωξη κατά της IG Farben στη διάρκεια των δικών της Νυρεμβέργης, ήταν πρώην συνεργάτης της νεοϋρκέζικης νομικής εταιρείας που αντιπροσώπευε, μεταπολεμικά, τα συμφέροντα της IG Farben στις ΕΠΑ (19).
Είναι, επίσης, αξιοπρόσεκτη η μετέπειτα τύχη που είχαν οι εταιρείες που συγκροτούσαν το καρτέλ της IG Farben (στο οποίο επιβλήθηκε να διαλυθεί): από τις τέσσερις μεγαλύτερες, η Bayer, η Basf, και η Agfa, παραμένουν αυξάνοντας τα οικονομικά τους μεγέθη, ενώ η Hoechst συγχωνεύθηκε με τη γαλλική Rhone-Poulenc Rorer, για να συγκροτήσουν την Aventis.
Αξίζει, εν προκειμένω, ιδιαίτερης αναφοράς ο ρόλος της Bayer. Ηταν η εταιρεία του συγκροτήματος που διεξήγαγε πειράματα σε ανθρώπους. Ο διευθυντής του επιστημονικού της τμήματος Wilhelm Mann ήταν, επίσης, διευθυντής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Degesch, της εταιρείας που είχε την πατέντα και τα πνευματικά δικαιώματα για την παραγωγή του Zyklon B. (Η IG Farben κατείχε το 42% της Degesch, ίδιο ποσοστό με αυτό που κατείχε σ΄ αυτήν μια άλλη χημική βιομηχανία, η Degussa) (20). Ο Mann ήταν υπεύθυνος για εξόντωση πολλών εβραίων και θεωρούσε ότι τα πειράματα σε ανθρώπους ήταν ένα δείγμα προόδου.
Ενας ερευνητής της Bayer, ο Gerhard Domagk, έκανε πειράματα σε ανθρώπους για μικροβιακό πόλεμο, με συμβόλαιο από τα SS. Αργότερα, αυτός ο άνθρωπος πήρε το βραβείο Nobel Ιατρικής για την ανακάλυψη της σουλφοναμίδης. Η σουλφοναμίδη δοκιμάστηκε πρώτα πάνω σε ανθρώπους που τους μόλυναν με γάγγραινα και τελικά πήραν ως θεραπεία τα αντιβιοτικά της Bayer (21).
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΦΟΡΤΙΑ ΓΙΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ
Στην αλληλογραφία ανάμεσα στη Bayer και στη διοίκηση του Auschwitz φαίνεται καθαρά η εκτέλεση πειραμάτων σε ανθρώπους. Σ΄ ένα από τα έγγραφα της αλληλογραφίας, η Βayer κάνει αναφορά σε μια παραγγελία 150 γυναικών, αναγκαίων για τα πειράματα. Λέει ότι θεωρούνταν «επαρκείς», παρά «την άθλια κατάσταση της υγείας τους» μετά την «παράδοση». Και η επιστολή κατέληγε: «το πείραμα έγινε. Όλα τα αντικείμενα της δοκιμασίας πέθαναν. Θα θέλαμε να σας πληροφορήσουμε ότι θα χρειαστούμε μια νέα παράδοση σύντομα» (22).
Αναφερόμενος στα πειράματα σε ανθρώπους, ο Fritz Ter Meer, πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της IG Farben και από το 1956 πρόεδρος της Bayer, δήλωσε στις δίκες της Νυρεμβέργης ότι «οι φυλακισμένοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν υποβλήθηκαν σε υπερβάλλοντα πόνο δεδομένου επρόκειτο να σκοτωθούν ούτως ή άλλως» (23).
Όταν μιλάμε για θανατηφόρα πειράματα, που διεξήγαγαν φαρμακευτικές εταιρείες, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τις δοκιμές του Zyklon B, που έγιναν κατ΄ αρχήν στο Μπούχεβαλντ, δολοφονώντας 250 τσιγγανάκια από το Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας (1940) και εν συνεχεία, 600 Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου και 250 ασθενείς Πολωνούς αιχμαλώτους στο Auschwitz Ι. (1941). Τα πειράματα διαρκούσαν περί τις 20 ώρες… Στο τέλος του πολέμου δύο από τους διευθυντές της Testa, μια από τις εταιρείες που συνεργάστηκαν την προώθηση στην αγορά αυτής της χημικής ουσίας, καταδικάστηκαν σε θάνατο από τους Βρετανούς (24). Εδώ θα πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η εξόντωση εκατοντάδων για την δοκιμή του Zyklon B ως θανατηφόρου αερίου δεν ήταν στο πλαίσιο της χρήσης του από τη ναζιστική μηχανή εξόντωσης, αλλά στο πλαίσιο της «επιστημονικής δοκιμής» από το επιστημονικό προσωπικό των εταιρειών για την αξιολόγηση της καταλληλότητάς του ως τέτοιου – δηλαδή, μια διαδικασία μαζικής εξόντωσης ως μέρος του «ερευνητικού πειραματισμού» της εταιρείας καθαυτής.
ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Το πρόβλημα των ιατρικών πειραμάτων σε ανθρώπους, η φρίκη του οποίου ήρθε στην επιφάνεια αρχικά στις δίκες της Νυρεμβέργης και εν συνεχεία στην έρευνα που ακολούθησε μετά από αυτές, διατηρεί πλήρως, μέχρι σήμερα, την επικαιρότητα του, καθώς τα πειράματα σε ανθρώπους συνεχίζονται. Οι ίδιες οι δίκες της Νυρεμβέργης προσπάθησαν απλώς να διατυπώσουν μια περιοριστική φόρμουλα, δίνοντας έμφαση στην έννοια της «πληροφορημένης συναίνεσης» (informed consent), αλλά αναγνώριζαν ταυτόχρονα ότι «η ιατρική επιστήμη, εκτός αν οδηγηθεί σε σημείο αποτελμάτωσης, δεν μπορεί να κάνει χωρίς την εφαρμογή σε κατάλληλες περιπτώσεις νέων φαρμάκων και διαδικασιών που δεν έχουν ακόμα πλήρως δοκιμαστεί. Ούτε μπορεί να κάνει τελείως χωρίς επιστημονικά πειράματα στα ίδια τα ανθρώπινα όντα» (25).
Την περίοδο των ιατρικών πειραμάτων σε ανθρώπους, η Γερμανία μοιράζονταν τους ίδιους κανόνες με τις ΕΠΑ και τη Βρετανία, που δεν καταδίκαζαν τα πειράματα σε ανθρώπους. Αυτό που καταδικάστηκε στη Γερμανία ήταν η πολιτική, η φυλετική και η υπερβολική χρήση των πειραμάτων και όχι ο πειραματισμός σε ανθρώπους καθεαυτός. Μάλιστα, η υπεράσπιση των κατηγορουμένων μπόρεσε να χρησιμοποιήσει στοιχεία που έδειχναν την τεχνητή μόλυνση 800 κρατουμένων σε αμερικανικές φυλακές με το μικρόβιο της ελονοσίας, καταδικασμένους σε θάνατο στην Τουρκία που μολύνθηκαν με το βακτηρίδιο του τύφου κλπ. (26)
ΒΙΟΗΘΙΚΗ
Μια σύντομη ματιά στην σχετική με τη Βιοηθική βιβλιογραφία (όπως, πχ, στην «Εγκυκλοπαίδεια της Βιοηθικής») δείχνει την ευρύτατη χρησιμοποίηση ανθρώπων από μειονότητες, καθώς και παιδιών για ιατρικά πειράματα. Τα δόγμα της «πληροφορημένης συναίνεσης» (informed consent) δεν είναι παρά ένα άλλοθι, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται άτομα που διαβιούν σε ολοπαγή ιδρύματα, καθώς και παιδιά, γιατί υπάρχει, αφενός, του στοιχείο του εκβιασμού, έμμεσου ή άμεσου, για συμμόρφωση έναντι ανταλλαγμάτων, ενώ, αφετέρου, είναι συχνά ο διευθυντής του ιδρύματος που είναι υπεύθυνος για την «πληροφορημένη συναίνεση» και συνήθως την δίνει. Η σπουδή για την ανάπτυξη της γενετικής ιατρικής έχει δημιουργήσει νέους πειρασμούς για πειράματα σε ανθρώπινα όντα (27).
Οι ερευνητές των ιατρικών κέντρων και των φαρμακοβιομηχανιών που κάνουν πειράματα σε ανθρώπους, γνωρίζουν πολύ καλά το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον αυτών που χρησιμοποιούν ως πειραματόζωα και την εξουσία, έως καταναγκασμό, που ασκούν πάνω τους. Κανείς τους, φυσικά, δεν θα δεχόταν την πρόταση του φιλόσοφου Hans Jonas, τα πειράματα σε ανθρώπους, στο βαθμό που κρίνονταν αναγκαία,. να μη γίνονται σε ανθρώπους χωρίς δικαιώματα, ευάλωτους στον εκβιασμό και στον καταναγκασμό, αλλά να τα κάνουν οι ερευνητές στον εαυτό τους (όπως γινόταν σποραδικά το 19ο αιώνα)(28). Όχι μόνο αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, αλλά, αντίθετα, το πρότυπο για τα πειράματα σε ανθρώπους είναι αυτό του πειραματισμού στα ζώα (ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο, που απαιτεί κριτική προσέγγιση), γιατί, αν οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι φυλακισμένοι, οι διανοητικά καθυστερημένοι, τα ορφανά έχει αδύναμη φωνή, τα ζώα δεν έχουν καμιά φωνή και είναι ακριβώς η πλήρης έλλειψη φωνής και δικαιωμάτων που χρωματίζει τη διαδικασία από το ζώο στο ορφανό, μέχρι τον διανοητικά καθυστερημένο (29).
Από αυτή την άποψη, όπως και από άλλες, η συζήτηση για το Auschwitz δεν έχει τελειώσει. Η σιωπή των ιατρικών κοινοτήτων στη Γερμανία και στις ΕΠΑ μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έδειξε την επιθυμία αυτών των ιατρικών κοινοτήτων ν΄ αποστασιοποιηθούν από τις θηριωδίες στο Auschwitz, μέσω της αποσιώπησης και της καλλιέργειας του μύθου ότι τα πειράματα στη ναζιστική Γερμανία ήταν δουλειά «τρελών επιστημόνων».
Στην Ανθολογία του “When Medicine Went Mad”, ο Arthur Caplan λέει: «Δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου συζήτηση στη βιοηθική φιλολογία, για το ρόλο που έπαιξε η ιατρική και η επιστήμη, την περίοδο των Ναζί. Αντί να δουν τη ναζιστική βιο-ιατρική ως ανήθικη, ο χώρος της βιοηθικής έχει γενικά αποδεχτεί τους μύθους ότι η ναζιστική ιατρική ήταν είτε ανόητη, είτε παράφρων, είτε εξαναγκασμένη. Υποστηρίζοντας αυτούς τους μύθους, η βιοηθική μπόρεσε να αποφύγει μιαν οδυνηρή αντιμετώπιση του γεγονότος ότι πολλοί από αυτούς που έκαναν τα εγκλήματα στο Ολοκαύτωμα ήταν ικανοί γιατροί και επαγγελματίες της υγείας που λειτουργούσαν στη βάση των ηθικών τους πεποιθήσεων. Μια ομίχλη δικαιολογιών, ψεμάτων και απενοχοποίησης έχει πέσει πάνω από τα κρεματόρια και τα εργαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης» (30).
Δεν πέρασε πολύς χρόνος μετά το τέλος του πολέμου και οι λεγόμενες «καλές πλευρές» των ευρημάτων από τα κτηνώδη πειράματα πέρασαν στον κύριο κορμό της ιατρικής των καπιταλιστικών χωρών τις επόμενες δεκαετίες. Το 1984 αποκαλύφθηκε ότι βρετανός ερευνητής χρησιμοποιούσε τις πληροφορίες από πειράματα των ναζί για την υποθερμία. Το 1996 αποκαλύφθηκε ότι η κατά τα άλλα αξιόπιστη «Τοπογραφική και Εφαρμοσμένη Ανατομία το Ανθρώπου» του Pernkopf περιείχε εικόνες που μάλλον προέρχονταν από πτώματα θυμάτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Τέλος, οι ΕΠΑ, που χρησιμοποίησαν στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος από το χώρο της επιστήμης, της τεχνολογίας των κρατικών υπηρεσιών κλπ, είναι γνωστό ότι αποφάσισαν να μην ασκήσουν δίωξη τους Γιαπωνέζους για σχεδόν παρόμοια πειράματα σε περίπου τρεις χιλιάδες θύματα (πολλά από τα οποία ήταν αμερικανοί αιχμάλωτοι), με αντάλλαγμα τις πληροφορίες από αυτά τα πειράματα (31).
Αλλωστε, πειράματα εγκληματικού χαρακτήρα, ενάντια σε κάθε δεοντολογία διεξάγονται, σήμερα, όχι μόνο στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αλλά μέσα στις ίδιες τις ΕΠΑ με ομάδες – στόχους άτομα από φτωχές οικογένειες, όπως για παράδειγμα, έγκυες γυναίκες - αργότερα και νοητικά καθυστερημένα παιδιά - στις οποίες χορηγούσαν ραδιενεργό σίδηρο (32).
ΖΟΦΕΡΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ: Η ΝΕΑ ΕΥΓΟΝΙΚΗ
Σ΄ ένα πρόσφατο αφιέρωμα της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», με τίτλο «γιατί πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι», μεταξύ άλλων πολλών λόγων για τους οποίους θα έπρεπε να είμαστε «αισιόδοξοι για το μέλλον» είναι και το γεγονός ότι «θα βρεθεί το γονίδιο της ψυχικής ασθένειας» (33).
Το ερώτημα είναι πόσο πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι αν η αντίληψή μας για την ψυχική ασθένεια είναι τέτοια που ν΄ ανάγει τη λύση του προβλήματος στα γονίδια και στις παρεμβάσεις σ΄ αυτό το επίπεδο. Είναι εύλογο ν΄ αναρωτιώμαστε τι επιφυλάσσει η νέα περίοδος, όπου τα επιτεύγματα των νευροεπιστημών και της μοριακής βιολογίας («Δεκαετία του Εγκεφάλου» και «Πρόγραμμα του Ανθρώπινου Γονιδιώματος») έχουν μετατραπεί από πολλούς σε συνθήματα που έχουν προσλάβει, στο φαντασιακό επιστημόνων και απλών ανθρώπων, εσχατολογικές διαστάσεις, με την υπόσχεση ότι πλησιάζει η στιγμή που θα βρεθεί το «μυστικό της νόησης» και το «κλειδί του γενετικού προγράμματος», που θα δώσουν τη δυνατότητα, τα «σφάλματα της φυσικής επιλογής» να διορθωθούν με μιαν ανθρώπινη παρέμβαση. Με τη νέα ευγονική, που στη θέση των υποχρεωτικών στειρώσεων, της επιλεκτικής αναπαραγωγής και της γενοκτονίας του παρελθόντος (και χωρίς ν΄ αποκλείεται η, σε άλλοτε άλλη έκταση, επανάληψή τους), δημιουργεί τους όρους για τη χειραγώγηση, όλο και περισσότερο, της ίδιας της επιθυμίας για τη βελτιστοποίηση του εαυτού μέσω παρεμβάσεων στο γενετικό υλικό.
«ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟ-ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ-ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ»
Η βιολογικοποίηση των ψυχικών δυσκολιών (αυτών που είναι το πεδίο ενδιαφέροντος της ψυχιατρικής), πριν από μια υπόθεση που γεννιέται από εμπειρικές ενδείξεις, είναι ένα συμπέρασμα που εξάγεται από μια βαθύτερη εννοιολογική διαστρέβλωση. Υπάρχει εδώ μια αντιστροφή, που παρουσιάζει μιαν εκπληκτική επιμονή μέσα σ΄ ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή: πρώτα η υιοθέτηση του «ακατανόητου» και μετά η απόδοση του βιολογικού προσδιορισμού. Η απόδοση στον ψυχικό πόνο ενός πρωτίστως βιολογικού προσδιορισμού, είναι (όπως έλεγε ο Basaglia), πριν απ΄ οτιδήποτε άλλο, μια αμυντική κίνηση τη «κακής συνείδησης» της Ψυχιατρικής, η οποία, ανίκανη αποδεχτεί ένα πραγματικό διάλογο με τη γλώσσα της ψυχικής οδύνης, καταφεύγει στη διακήρυξη της «ακατανοησιμότητας» και ψάχνει, κατά συνέπεια, ένα βιολογικό άλλοθι, που μετατρέπει τη δική της επικοινωνιακή ανικανότητα σε «επιστημονική» ρητορική.
Όταν πάψουμε να βλέπουμε στο γονίδιο τον βιολογικό Γκοντό της ψυχιατρικής (του οποίου η έλευση μάλλον μάταια αναμένεται), όταν πάψουμε ν΄ αναζητάμε τεχνικές λύσειςσ΄ ένα πρόβλημα που έχει διατυπωθεί εσφαλμένα, τότε θα μπορέσουμε να δούμε ότι δεν είναι δυνατό να εναποτεθεί σε μιαν αλλαγή των τεχνικών μεθόδων, φαρμακολογικών ή άλλων, αυτό που αρμόζει στην αλλαγή των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων και ρόλων και κατά συνέπεια, των σχέσεων εξουσίας και των αντίστοιχων αντιλήψεων και της κουλτούρας που τις διέπει – εν τέλει, των αντιλήψεών μας για το τι είναι υγεία της ψυχής, τι είναι υγεία γενικότερα (34).
Τότε θα μπορέσουμε να δούμε τη σχετικότητα της υγείας (στο βαθμό που ταυτίζεται με την παραγωγικότητα) και της αρρώστιας (ως ανικανότητας για συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία) και να δεχτούμε ότι, αν υπάρχει μια νόρμα, αυτή είναι η ίδια η ζωή. Ότι έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με μιαν υγεία που διαρκώς απειλείται από την αρρώστια και μιαν αρρώστια που είναι παρούσα στην υγεία. Υγεία και αρρώστια, σαν καταστάσεις ανθρώπινες, θα έπρεπε να θεωρούνται ως οι δυο διαλεκτικοί πόλοι της πραγματικότητας του ανθρώπου, που κινείται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο (35).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αυτό που αντιμετωπίζει σήμερα η ψυχιατρική ως κίνδυνο είναι η πλήρης απορρόφησή της από τη βιο-ψυχιατρική, η οποία, όσο σαθρά κι΄ αν είναι τα θεμέλιά της, όσο μισές κι΄ αν είναι οι αλήθειες της, τόσο περισσότερο προπαγανδίζεται και προωθείται από το βιο - φαρμακο - βιομηχανικό σύμπλεγμα και τόσο περισσότερο προωθεί την ιατρικοποίηση των διαφορών ανάμεσα στους ανθρώπους (της πιο λεπτής εγκεφαλικής βιο-διαφορετικότητας).
Γι΄ αυτό, σήμερα που η επέκταση του πεδίου της βιο-πολιτικής έχει πάρει χωρίς προηγούμενο διαστάσεις, το ζήτημα του ποιος ελέγχει, αποφασίζει και επωφελείται από τις έρευνες και τις εν δυνάμει τροποποιήσεις στον ίδιο τον εγκέφαλο και στο ανθρώπινο γονιδίωμα (όπως και στη γενετική υπόσταση όλων των έμβιων όντων), είναι στρατηγικής σημασίας, ξεπερνάει τα όρια της ψυχιατρικής και των βιο-επιστημών γενικότερα και απαιτεί μια ριζική πολιτική απάντηση.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
1.Moishe Postone: «Οι ιστορικοί και το Ολοκαύτωμα», εκδ Ισνάφι. Ιωάννινα, 2006. Επιμέλεια-Επίμετρο Σάββας Μιχαήλ.
2. οππ.
3.Franco Basaglia: “La Giustizia che puniche”, 1971. Περιλαμβάνεται στο δεύτερο τόμο των κειμένων του, «Scitti» ΙΙ, 1966-80, Einaudi, 1982.
4.Μισέλ Φουκώ: «Ιστορία της σεξουαλικότητας.1.Η δίψα της γνώσης», κεφ. 5. Εκδ. Ράππα, 1978.
5.Franco Basaglia: Εισαγωγή στο “Morire di classe”, 1969. Περιλαμβάνεται στον δεύτερο τόμο των κειμένων του, «Scritti» II, οππ..
6. οππ.
7.οππ.
8.Αναφέρεται από τον Franco Basaglia στο «La Giustizia che puniche», οππ.
9.Primo Levi : «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», 1947, εκδ. Αγρα, 1997.
10.Franco Basaglia : “La Giustizia che puniche”, οππ.
11.Franco Basaglia : “Follia/Delirio”, “Scritti” II, 1982.
12.Michael Von Cranach : «Η ευθανασία στους ψυχασθενείς κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στη Γερμανία», 1985. Δημοσιεύεται στα «Τετράδια Ψυχιατρικής», Νο 47, 1994.
13.Α.Viallard : «Ψυχίατροι στην περίοδο του Ναζισμού», 1991. Δημοσιεύεται στα «Τετράδια Ψυχιατρικής», Νο 47, 1994.
14. οππ.
15.Joseph Borkin : “ The crime and Punishment of IG Farben” New York, Free Press, 1978. Επίσης: IG Farben, IG Farben Trial, Bayer, Basf, Zyklon B : Wikipedia, the free encyclopedia”. Επίσης : Press Release from the 50th anniversary of the Nurnberg Trials, on 27 October, 1996. Επίσης : Dennis Behreandt : “The crimes of IG Farben”, 14 Νοέμβρη 2006, περιοδικό New American (TNA ONLINE).
16. οππ.
17. οππ.
18. οππ.
19. οππ.
20. οππ.
21. οππ.
22. οππ.
23. οππ.
24. οππ.
25. Human experimentation: Before the Nazi Era and After.
www.micahbooks.com.
26. οππ.
27. οππ.
28. οππ.
29. οππ.
30. οππ.
31. οππ.
32.John W. Whitehead : “Inhumane Experiments on Children in America”. 18 Απριλίου 2005.www. rutherford. οrg/articles. Επίσης, Experiments on children continue: Silent Holocaust among us. 16 Ιανουαρίου 2006. Buzzflash. com. Επίσης, Pravda: Russian babies fall victims to bio experiments. 7 Ιουνίου 2004.
33.Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 20 Ιανουαρίου 2007, στο «Φάκελο» του Σαββάτου, που επιμελήθηκε ο Τ. Μίχας με τίτλο «Γιατί πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι», όπου φιλοξενεί κείμενα 16 αμερικάνων επιστημόνων και διανοητών, που περιστρέφονται γύρω από το λαμπρό μέλλον που μας υπόσχονται οι θετικές επιστήμες. Το εν λόγω κείμενο έχει τον αποφατικό τίτλο «θα βρεθεί το γονίδιο της ψυχικής ασθένειας» και αναφέρεται συγκεκριμένα στη σχιζοφρένεια. Υπογράφεται από τον Σάμιουελ Μπαρόντες, καθηγητή Νευροψυχολογίας στην Καλιφόρνια.
34. Furio Di Paola : “ L’ istituzione del male mentale”, manifesto libri, 2000.
35. Franco Basaglia : “Il concetto di salute e malattia”, Scritti II, οππ.
|