Γιατί Ευρωπαϊστές γυρίζουν την πλάτη στην ΕΕ
Είδατε τι μπορεί να συμβεί στις μέρες μας; Οι περισσότερο πολιτικοποιημένοι εκ των Ευρωπαϊστών να γυρίσουν την πλάτη στην ΕΕ, προτάσσοντας μάλιστα την ανάγκη η Ελλάδα μέσω μιας αριστερής-προοδευτικής διακυβέρνησης, να απελευθερωθεί από τα Ευρωδεσμά της!
του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Για κάποιους αυτό αποτελεί ένα είδος σοκ. Οι πλέον προσηλωμένοι στην ανάπτυξη μιας κοινωνικής θεωρίας για τον ευρωπαϊσμό και μιας αποκεντρωμένης δημοκρατικής πολιτικής πρακτικής συνολικά για την Ευρώπη, να καταλήγουν περίπου στα ίδια συμπεράσματα με το..ΚΚΕ και την υπόλοιπη αντικαπιταλιστική αριστερά των αρνητών του σύγχρονου ενωτικού εγχειρήματος στην ήπειρό μας! Μα, τι έγινε τέλος πάντων και ένα μέρος τουλάχιστον των αγωνιστών του ευρωπαϊσμού ταυτίζεται στην ουσία με τον παραδοσιακό αριστερό ευρωσκεπτικισμό; Τι είδους κρίση διέρχονται αυτοί οι άνθρωποι;
Όχι, δεν πρόκειται για κρίση συνειδήσεως. Ξέραμε πολύ καλά το καπιταλιστικό «παιχνίδι» που οδήγησε, σε μια συγκεκριμένη φάση πολιτικοοικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, στην γέννηση των μοντέρνων κρατών και γνωρίζαμε ότι το εγχείρημα της ένωσης της Ευρώπης στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού κοσμοπολιτισμού αποτελούσε έκφραση ενός μεταμοντέρνου εθνικισμού, ο οποίος ενσωμάτωνε και αντανακλούσε την δυναμική του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Οι αριστεροί Ευρωπαϊστές δεν είμαστε «αγνοί» και απονήρευτοι «ιδεολόγοι» της ευρωπαϊκής πολιτικής ένωσης (των λαών), ούτε ασφαλώς γλιστρήσαμε σιγά-σιγά στο νεοφιλελευθερισμό. Η ιδέα συγκρότησης και ανάπτυξης μιας πολιτικής κοινότητας που θα περιλάμβανε ολόκληρη την Ευρώπη ως πολιτικο-ιστορική και γεωπολιτική ολοκληρωμένη οντότητα και όχι απλά ως γεωγραφική περιοχή, δεν διαμορφώθηκε στο κενό και ούτε θα μπορούσε να αγνοεί το πλέγμα συμφερόντων οικονομικής και πολιτικής ισχύος που ευνοούσαν συγκυριατην υλοποίηση της, για να εξυπηρετήσουν ασφαλώς την ιδιοτέλειά τους.
Με όλα τούτα ισχυρίζομαι ότι οι ευρωπαϊστές της αριστεράς δεν αποτελούσαμε κάποιο είδος υπερβατικών ιδεολόγων του ευρωπαϊσμού, αλλά υπήρξαμε πραγματιστές, οι οποίοι κατανοώντας βαθύτερα τον ιστορικό υλισμό και την πολιτική αντίφαση που ενσωμάτωνε, ισοπεδώνοντας την ελευθερία στο όνομα της ισότητας, καθώς και την παγκόσμια καπιταλιστική εξέλιξη, οραματιστήκαμε (:δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι επιχειρώ με τον «πληθυντικό» να εκφράσω οποιονδήποτε άλλο πέραν του εαυτού μου) ένα ευρωπαϊκό πείραμα.
Χώρες υψηλής καπιταλιστικής, διοικητικής και τεχνολογικής οργάνωσης να δοκιμάσουν να συνθέσουν μια εντελώς νέα κοινωνία βασισμένη σε μια μορφή ριζοσπαστικού εκδημοκρατισμού, που θα αποσκοπούσε στην αποκρυστάλλωση μιας διαρκούς διαδικασίας αντιμετώπισης του δημοκρατικού παραδόξου: στην διαρκή, δηλαδή, θεσμική μεταρρύθμιση, ώστε η ατομική ελευθερία να διευρύνεται, δίχως να φαλκιδεύει την ισότητα στη κοινωνία. Τούτο κάποιοι αποκάλεσαν «φιλελεύθερο σοσιαλισμό», ενώ κάποιοι άλλοι επέλεξαν διαφορετικούς χαρακτηρισμούς, που σε κάθε περίπτωση παρέπεμπαν στο πάντρεμα της ατομικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας με την βελτίωση των υλικών συνθηκών της ζωής σε ένα περιβάλλον ισότητας. Στο σημείο αυτό προτάσσεται το σοσιαλιστικό ιδεώδες αυτονομίας και χειραφέτησης με σεβασμό του περιβάλλοντος και με έγνοια τις επόμενες γενιές.
Είναι, δηλαδή, το σημείο όπου ο καπιταλισμός αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδό του, εγκαταλείπει την κλασσική οικονομική θεώρηση, υπέρ της βιο-οικονομίας. Αυτό φυσικά δεν προκύπτει μεταφυσικά και ιδεαλιστικά, ούτε ασφαλώς «σοσιαλδημοκρατικά» (τρίτος, τέταρτος ή κάποιος άλλος δρόμος), αλλά με τον αγώνα των λαϊκών τάξεων, που συμμαχώντας με τα προοδευτικά μεσαία στρώματα θα μπορούσαν να θεμελιώσουν μια πολιτεία ριζοσπαστικής δημοκρατίας στην ήπειρό, με τις πολλές πατρίδες εντός μιας κοινής πολιτικής κοινότητας. Αυτό παράλληλα εκφράζει την ευρωπαϊκή λαϊκή ενότητα για δημοκρατική, αποκεντρωμένη διοίκηση των επιμέρους χωρών και περιοχών της Ένωσης με σεβασμό στην διαφορετικότητα. Εντός ενός τέτοιου πολιτικού πλαισίου ο πόλεμος και η καταστροφή θα ήταν έννοιες ιστορικά ξεπερασμένες για την Ευρώπη, όπου ο σοσιαλισμός θα υπηρετούσε την αειφορία του φιλελεύθερου πολιτισμού, όπως ακριβώς και του φυσικού περιβάλλοντος.
Μια τέτοια εξέλιξη θα καταδίκαζε σε περιφρόνηση τον «οικονομικό φιλελευθερισμό» και το σύγχρονο μόρφωμα του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, που μάλιστα διεκδικούν να θεσμοθετήσουν και τυπικά μια παγκόσμια διακυβέρνηση! Όχι, η εξέλιξη του καπιταλισμού δεν οδηγεί οπωσδήποτε στην γενική εξαθλίωση, οδηγεί όμως στην βαρβαρότητα, στον πόλεμο, στην διάλυση κοινωνιών, στον αποκλεισμό, στην φτώχεια και δυστυχία κυρίως των ανέργων και των μη-επιτηδείων, καθώς και στον εκχυδαϊσμό της ζωής σε όλες της τις εκφάνσεις. Εν τέλει καλλιεργεί τον αυτοματισμό των ηλιθίων, όπως δυστυχώς και οποιοδήποτε ολοκληρωτικό καθεστώς που ευαγγελίζεται τον σοσιαλισμό-όπως έδειξε θαυμάσια, μεταξύ μερικών ακόμη άλλων, ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Με αυτή την έννοια οι αριστεροί Ευρωπαϊστές, που έχουμε απαλλαγεί από το φάντασμα του δαρβινισμού στις κοινωνικές επιστήμες, είδαμε να δημιουργείται ένα καινοφανές φαντασιακό είδος ευρωπαϊκού «εθνικισμού», το οποίο σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσε με την θεωρία της «κοινωνικής απροσδιοριστίας», σύμφωνα με την οποία τον δεσμό κοινωνίας-υποκειμένου τον αντιλαμβανόμαστε μέσω ενός μηχανισμού φαντασιακών σημασιών, να εκμεταλλευτούμε για την προώθηση της κοινωνικής χειραφέτησης στην ήπειρο μας από την απόλυτη και ανελαστική ηγεμονία ενός πλέγματος των ελίτ. Έτσι, ο ευρωπαϊσμός, για εμάς, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα σημειολογικό σύστημα που δομούσε αυτές τις φαντασιακές σημασίες στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής, (κοσμοπολιτικής) πολιτικής δομής, η οποία (θα) προνοούσε για την αντιμετώπιση του δημοκρατικού παραδόξου (το οποίο όρισα πιο πάνω) συλλογικά στην Ευρώπη, όπου τελικά ο σοσιαλισμός θα εύρισκε μια νέα δυναμική ως κοσμοαντίληψη και πρακτική της ίδιας της φιλοσοφικής έννοιας της ελευθερίας.
Αυτή ήταν η «ουτοπία» μας. Καθόλου, μα καθόλου αβάσιμη. Στηριγμένη στην κριτική πολιτική ανάλυση της ιστορίας και στην κοινωνική προσέγγιση των πολιτικών γεγονότων διαχρονικά. Δεν μας φόβιζε η στρατηγική της Τελωνιακής Ένωσης, αν και γνωρίζαμε καλά ότι δεν συμφέρει την Ελλάδα, αλλά το αναπτυγμένο Κέντρο της ΕΟΚ. Ξέραμε πολύ καλά ότι το Σύμφωνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργούσε αρνητικές συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας για την Ελλάδα και για αυτό εναντιωθήκαμε στο «Maastricht» και στα παράγωγά του, όπως και στην «Λισσαβόνα ΙΙ». Παρόλα αυτά θεωρούσαμε ότι η ιδέα του ευρωπαϊσμού θα υπερνικούσε μακροπρόθεσμα τον οικονομισμό και την νεοφιλελεύθερη σημερινή του έκφραση και οι ευρωπαϊκές «φαντασιακές σημασίες» μπολιασμένες από την ανάγκη των επιμέρους λαών για σύμπραξη και αλληλεγγύη σε ένα κοινό αγώνα για ισότητα και ελευθερία, θα οδηγούσαν σε ένα κοινό ευρωπαϊκό λαϊκό μέτωπο που θα σάρωνε τις τοπικές, εθνικές και υπερεθνικές ελίτ, στο όνομα μιας αποκεντρωμένης, δημοκρατικής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Είχαμε αρκετές εμπειρίες και γνωρίζαμε πως το «θεσπίζειν» μπορεί να ανατραπεί από το «θεσπιζόμενο», όταν αυτό προσβάλει μαζικά τα συμφέροντα ευρύτερων κοινωνικών ομάδων! Το ξαναλέω, δεν είμαστε αγνοί ιδεολόγοι ή οπαδοί κάποιου δόγματος κοινωνικής εξέλιξης. Είμαστε τέκνα του κοινωνικού Κονστρουκτιβισμού και μελετητές των παγκόσμιων πολέμων που ρήμαξαν αυτή την ήπειρο, σπέρνοντας τον θάνατο, αρρώστιες, φρίκη, διαιρέσεις και δόλιους εθνικισμούς στα χέρια άπληστων ηγετών, χρηματιστών και εμπόρων όπλων. Αυτά δεν έπρεπε να επαναληφθούν. Όπως δεν επιτρέπεται να βιώσουμε τεχνητά σχίσματα του τύπου Ανατολικό-Δυτικό Μπλοκ. Ο τεμαχισμός της Ευρώπης σε σφαίρες επιρροής μετά τον τελευταίο πόλεμο έπληξε βαριά και τον σοσιαλισμό και τον φιλελευθερισμό. Παραμόρφωσε τους κοινωνικούς αγώνες και έφερε πολλά χρόνια πίσω την προοπτική για ευημερία εντός ενός περιβάλλοντος, που θα καλλιεργούσε τις δημοκρατικές σχέσεις και την συμμετοχή στα κοινά, αντί για τις αγοραίες σχέσεις ή τις καθοδηγούμενες από μια γραφειοκρατία σχέσεις που επικράτησαν.
Η επανένωση της Ευρώπης έγινε όμως υπό τους ίδιους και χειρότερους όρους από εκείνους που χαρακτήρισαν τον διαμελισμός της σε Ανατολικό και Δυτικό μπλοκ. Ήταν ο θρίαμβος του χρηματιστή και του τραπεζίτη πάνω σε αποσβολωμένες κοινωνίες που μετέβαιναν από το ένα σύστημα ηγεμονίας στο άλλο είτε παθητικά, είτε με βία και τιμωρία. Ήταν σαν ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» να δημιουργήθηκε και να κατέρρευσε για να συκοφαντήσει τον σοσιαλισμό και να δοξάσει την χρηματοπιστωτική ελίτ, η οποία έκτοτε αποθρασύνθηκε.
Τώρα πια δεν χρειαζόταν ρέγουλο στην κερδοσκοπία, ούτε προσοχή να μην προκληθεί στην Δυτική Ευρώπη κύμα φιλοσοβιετικό. Τώρα που το σύστημα είναι ένα και μοναδικό, μια είναι και η αλήθεια, ένας ο κόσμος και η γη ..επίπεδη! Και σε όποιον αρέσει. Οι υπόλοιποι να κατέβουν από τον πλανήτη! Στο σημείο αυτό παρενέβει ο αριστερός-ευρωπαϊσμός για να προτείνει την δημοκρατική οργάνωση της Ένωσης, ώστε αυτή να μην ολοκληρωθεί υπό το σκήπτρο του Τραπεζίτη και με κανόνα την λειτουργία των ελευθέριων αγορών, που στο τέλος θα μετέτρεπαν τις κοινωνίες κυριολεκτικά σε μεσαιωνικές.
Τούτο δεν άρεσε ασφαλώς στο χρηματοπιστωτικό λόμπυ, αλλά ούτε και στις ευρωπαϊκές ελίτ, οι οποίες μέσω της λεγόμενης οικονομικής ολοκλήρωσης προσέβλεπαν/προσβλέπουν στον πολιτικό έλεγχο των επιμέρους κρατών -μελών της Ένωσης, τα οποία βήμα -βήμα θα αναγκάζονταν να μεταβιβάσουν ολόκληρο το θεσμικό «πακέτο» που συνιστά και εκφράζει την λαϊκή κυριαρχία σε ένα κέντρο που θα ελάμβανε αυθαίρετα αποφάσεις με δήθεν αντικειμενικά, τεχνοκρατικά κριτήρια. Μέσω αυτού του μηχανισμού, δηλαδή, τα κράτη θα μετατρέπονταν/μετατρέπονται σε ανίσχυρα κρατίδια, ενώ παράλληλα η πολιτική συμμετοχή των επιμέρους λαών δεν θα είχε ουσιαστικά κανένα νόημα, μια και οι αντιπρόσωποι του εκλογικού σώματος δεν θα λογοδοτούσαν σε αυτό, αλλά στο υπερεθνικό κέντρο - όπως γίνεται ακριβώς σήμερα στην περίπτωση της Ελλάδας. Κάπως έτσι θα ατονούσε απολύτως και η πολιτική συμμετοχή και η αστική δημοκρατία θα καταντούσε φάρσα.
Δυστυχώς η κρίση έφερε τα πράγματα ταχύτατα στο... μη παραπέρα. Στο σημείο δηλαδή που ο δημοκρατικός (αριστερός) ευρωπαϊσμός δεν έχει κανένα απολύτως περιθώριο να αναπτυχθεί. Φτάσαμε στον απόλυτο εκβιασμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών που συνθλίβονται μέσα στην τανάλια της διένεξης της γερμανικής ελίτ και των συμμάχων της από την μια πλευρά και του χρηματοπιστωτικού λόμπυ από την άλλη.
Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν απάτη εάν συνεχίζαμε να πιστεύουμε στην ανάπτυξη μιας κοινωνικής θεωρίας του ευρωπαϊσμού, που θα θεμελίωνε την δημοκρατία στην ήπειρό μας σε ένα ανώτερο επίπεδο. Σε ότι αφορά μάλιστα στην Ελλάδα, όπου η τανάλια αυτή σφίγγει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, εάν δεν γυρίσουμε την πλάτη στην ΕΕ και σε εκείνους που προπαγανδίζουν την ολοκλήρωσή της στο πρότυπο των ΗΠΑ, θα προδώσουμε τα ιδανικά μας: τον Ευρωπαϊστή εαυτό μας και τον αγώνα μας για ισότητα εντός ενός φιλελεύθερου περιβάλλοντος.
Δεν έχουμε πλέον καμία άλλη επιλογή, όπως δεν έχει καμία ευκαιρία να αναπτυχθεί η δημοκρατία υπό τους όρους που εκβιαστικά θέτει η γερμανική κυβέρνηση και επί των οποίων προσαρμόζονται δήθεν προβληματιζόμενες οι τοπικές εθνικές ελίτ. Η διακυβέρνηση της ΕΕ δεν επιτρέπει στον εαυτό της, ούτε καν σαν υπόθεση εργασίας, την ανάπτυξη του ευρωπαϊσμού, όπως τον όρισα πιο πάνω. Η ΕΕ μεταβάλλεται σε μια αντιευρωπαϊκή δομή και αυτό διαμορφώνει ένα νέο σχίσμα στην ήπειρό μας. Όχι τεχνητό αυτή την φορά, αλλά απόλυτα γνήσιο και πολιτικό, που αλλοιώνει και τον μέχρι σήμερα διαχωρισμό μεταξύ Ευρωπαϊστών και Ευρωσκεπτικιστών. Ο τελευταίος πλέον δεν έχει νόημα.
Αυτή η ΕΕ πρέπει να διαλυθεί διότι απέτυχε να διασφαλίσει την ευημερία μέσω της δημοκρατικής ανάπτυξης. Για να είμαστε μάλιστα ακριβείς, θα διαλυθεί ούτως ή άλλως εξαιτίας των δραματικών εσωτερικών αντιφάσεών της και της στρατηγικής των χρηματιστών. Το ζήτημα για τις επιμέρους κοινωνίες είναι αυτό να το αντιληφθούν εγκαίρως και εγκαταλείποντας τις τοπικές- εθνικές ελίτ, να επεξεργαστούν το δικό τους κοινωνικό και νομισματικό μοντέλο που θα τους επιτρέψει μία αυτόνομη πορεία στον κόσμο και με τον κόσμο (τους λαούς όλου του κόσμου), πριν να είναι πολύ αργά, πριν δηλαδή βιώσουν την ισοπέδωση και την διάλυσή τους από την αγορά των άπληστων!
|