Ακούστε
Nova FM 106
Ζωντανά
Ακούστε Nova FM 106 Ζωντανά
Έχουμε 1241 επισκέπτες συνδεδεμένους
Όχι μόνο Καμικάζι
«Χιλιάδες πεθαίνουν για τη δόξα ενός μονάχα στρατηγού»
Σύνθημα σε δρόμο της Ιαπωνίας (Μάιος 1942)

Γράφει ο Τάσος Κωστόπουλος

 

Ενα από τα ισχυρότερα στερεότυπα που έχουν επικρατήσει σχετικά με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αφορά στην συλλογική στάση των Ιαπώνων απέναντι στους κατακτητικούς πολέμους που διεξήγαγε η χώρα τους στην Κίνα, την ΝΑ Ασία και τον Ειρηνικό, από το 1931 μέχρι την τελική συνθηκολόγηση του 1945.

Σύμφωνα με αυτό, ο ιαπωνικός λαός συγκροτούσε ενιαία οντότητα πλήρως ταυτισμένη με τον αυτοκράτορα Χιροχίτο (τον οποίο αποδεχόταν ως επίγειο Θεό) και την στρατοκρατία που τον περιέβαλλε, αποδέχτηκε αδιαμαρτύρητα την επιθετική πολιτική τους και πολέμησε μέχρι τέλους, δίχως την παραμικρή διαφοροποίηση, για την επίτευξη του εθνικού στόχου μιας «Νέας Τάξης στην Ανατολική Ασία».

Η καλλιέργεια και η επιβίωση του παραπάνω στερεοτύπου δεν είναι καθόλου άσχετες με την ανάγκη της μεταπολεμικής αμερικανικής προπαγάνδας να δικαιολογήσει την ρίψη των δύο ατομικών βομβών στην Χιροσίμα (6/8/1945) και στο Ναγκασάκι (9/8/1945), σαν «αναγκαστική» επιλογή προκειμένου ν’ αποφευχθούν ακόμη μεγαλύτερες εκατόμβες κατά την σχεδιαζόμενη συμμαχική απόβαση στην ίδια την Ιαπωνία.

Ιδίως αν λάβουμε υπόψη πως αυτά τα πυρηνικά ολοκαυτώματα διασφάλισαν την ηγεμονική θέση των ΗΠΑ στον μεταπολεμικό κόσμο (και την παντοκρατορία τους στον Ειρηνικό), θέση που θα είχε αντικειμενικά σχετικοποιηθεί(sic!) μετά την προαποφασισμένη (στην Γιάλτα) είσοδο της ΕΣΣΔ στον πόλεμο τρεις μήνες μετά την συνθηκολόγηση της Γερμανίας (δηλαδή στις 8/8/1945)· όπερ και εγένετο, βέβαια, αλλά φαινομενικά κατόπιν εορτής.

Οπως κάθε στερεότυπο, έτσι κι αυτό ξεκινά από κάποια πραγματικά δεδομένα για να καταλήξει σε λανθασμένες γενικεύσεις.

Είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος του ιαπωνικού στρατού πολέμησε με πρωτόγνωρη αυτοθυσία, ιδίως απέναντι στην υπέρτερη πολεμική μηχανή των ΗΠΑ.

Αυτοθυσία που κορυφώθηκε μεν συμβολικά στο απονενοημένο εγχείρημα των 6.000 πιλότων καμικάζι και λοιπών μονάδων αυτοκτονίας (tokkōtai) που προσπάθησαν το 1944-45 ν’ ανακόψουν την συμμαχική προέλαση, εξίσου καθαρά αποτυπώθηκε όμως και στην απεγνωσμένη αντίσταση που χιλιάδες απλοί στρατιώτες αντέταξαν το ίδιο διάστημα κάτω από λιγότερο τελετουργικά φορτισμένες συνθήκες.

Οπως εξηγήσαμε στο προηγούμενο αφιέρωμά μας, η στάση αυτή πήγαζε σε μεγάλο βαθμό από την συστηματική καλλιέργεια της πεποίθησης πως οι ψυχές των πεσόντων μαχητών επρόκειτο να θεοποιηθούν, να «στεγαστούν» στο τέμενος Γιασουκούνι του Τόκιο και να μετατραπούν σε αντικείμενο συλλογικής λατρείας - ακόμη κι από τον ίδιο τον αυτοκράτορα-Θεό, κατά τα τακτικά προσκυνήματά του στον χώρο.

Φυσικά, η εμπέδωση μιας κρατικής ιδεολογίας δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την πειστικότητα της σχετικής επιχειρηματολογίας ή την ένταση της προπαγάνδας που την επιβάλλει, αλλά κι από τα υλικά συμφραζόμενά της.

Εκτός από την «θετική» πτυχή της επίσημης εξύμνησης των έτσι κι αλλιώς σκοτωμένων, την συλλογική συμμόρφωση επέβαλλε στην συγκεκριμένη περίπτωση και η ανάγκη επιβίωσης των απορφανισμένων οικογενειών σ’ ένα περιβάλλον οργανωμένης πολεμικής κινητοποίησης φασιστικού τύπου, όπου κάθε απόκλιση από την εθνική νόρμα επέφερε άμεσες κυρώσεις κοινωνικού ή και ποινικού χαρακτήρα.

Από την άλλη, όπως πληροφορούμαστε από το εξαιρετικό βιβλίο του πανεπιστημιακού ιστορικού Γιοσίμι Γιοσιάκι για τα πολεμικά βιώματα των απλών πολιτών και την σχέση τους με τον επεκτατικό μιλιταρισμό, εξίσου καθοριστική αποδεικνυόταν συχνά η προσδοκία (ή και τα πρώτα απτά δείγματα) προσωπικής υλικής αναβάθμισης χάρη στον νικηφόρο πόλεμο.

Από την αυτοκρατορική προπαγάνδα, όλες αυτές οι αποχρώσεις ομογενοποιούνταν βέβαια σε μιαν ενιαία οντότητα: «τα εκατό εκατομμύρια» κατοίκων του Αρχιπελάγους (στην πραγματικότητα μόλις 70) που «αποτελούν μια οικογένεια» και «χτυπάνε σαν μια καρδιά».

Ομως η ιαπωνική κοινωνία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη κοινωνία, κάθε άλλο παρά ομοιογενής υπήρξε.

Ως καθ’ ύλην αρμόδια, καλύτερα απ’ όλους το ήξερε αυτό η Ειδική Ανώτερη Αστυνομία (Tokkō Keisatsu), γνωστότερη στον τότε καθημερινό λόγο ως Αστυνομία της Σκέψης (Shisō Keisatsu), που είχε συσταθεί από το 1911 για την επιτήρηση και καταπολέμηση του εσωτερικού εχθρού.

Χάρη στην συστηματική μελέτη των φακέλων της από τον Αμερικανό ιστορικό Τζον Ντόουερ και παρεμφερείς εργασίες κάποιων άλλων ερευνητών, διαθέτουμε έτσι μια εικόνα αυτής της κοινωνίας εκ των ένδον· διαθλασμένη μεν από το πρίσμα των εγχώριων ασφαλιτών, πλην απείρως πιο φερέγγυα από τα απλουστευτικά σχήματα που επεξεργάστηκαν επ’ αυτού οι αντίπαλες κρατικές προπαγάνδες.

 

Κοινωνική πόλωση

Η πολεμική προπαγάνδα θεωρούσε δεδομένη τη στήριξη του λαού στην εθνική εξόρμηση. Η Αστυνομία της Σκέψης είχε διαφορετική γνώμη
Η πολεμική προπαγάνδα θεωρούσε δεδομένη
την στήριξη του λαού στην εθνική εξόρμηση. Η Αστυνομία της Σκέψης είχε διαφορετική γνώμη

Ο πρώτος παράγοντας που θέτει σε αμφιβολία το σχήμα των «100 εκατομμυρίων με μια καρδιά» είναι η ταξική διαφοροποίηση του ιαπωνικού κοινωνικού σχηματισμού της εποχής, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις του πολέμου στα εισοδήματα των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων.

Ως αποτέλεσμα της έλλειψης βασικών αγαθών και της μαύρης αγοράς, το κόστος ζωής αυξήθηκε δυόμισι φορές μεταξύ 1937 και 1945, οι δε μισθοί έχασαν περίπου το μισό της αγοραστικής δύναμής τους.

Η μέση ημερήσια κατανάλωση τροφίμων από 2.200 θερμίδες προπολεμικά κατέβηκε σε 2.105 το 1941 και 1.405 τον Ιανουάριο του 1944 («The Cambridge History of Japan», τ. 6ος, Ν. Υόρκη 2005, σ. 491-2).

Τον Ιούλιο του 1941, ο υπουργός Εσωτερικών επισήμανε έτσι τις κοινωνικές ομάδες που θα έπρεπε να επιτηρούνται στενά, προκειμένου να διατηρηθεί το φρόνημα του πληθυσμού στα επιθυμητά επίπεδα: παράνομοι κομμουνιστικοί πυρήνες, Κορεάτες μετανάστες, πρώην φαντάροι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και «αγροτικό κίνημα».

«Οι πλούσιοι έχουν γίνει πλουσιότεροι λόγω του Κινέζικου Επεισοδίου [της ιαπωνικής εισβολής στην Κίνα]», εξήγησε, «ενώ οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες συναντούν δυσκολίες επειδή στάλθηκαν στο μέτωπο».

Παρόμοιο σκεπτικό ανέπτυξε στις παραμονές της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ και ο πρωθυπουργός Χιντέκι Τότζο, προσθέτοντας στις επικίνδυνες τάξεις τους χειρώνακτες εργάτες και τους κληρικούς των θρησκευτικών μειονοτήτων (Dower 1996, σ. 109-10).

Για την καταστολή του εσωτερικού εχθρού, το αυτοκρατορικό κράτος διέθετε ήδη το κατάλληλο οπλοστάσιο.

Ειδικός «νόμος για την διατήρηση της ειρήνης» (1925) πρόβλεπε πως «όποιος σχηματίζει σύλλογο με σκοπό την αλλαγή του αυτοκρατορικού θεσμού ή της μορφής διακυβέρνησης ή την άρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας, καθώς και όποιος ενταχθεί σε τέτοιο σύλλογο εν πλήρει γνώσει των σκοπών του, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα χρόνων, με ή χωρίς καταναγκαστικά έργα» (Robert Scalapino, «Democracy and the Party Movement in Prewar Japan», Μπέρκλι 1962, σ. 300-1).

Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, μέσα στην δεκαπενταετία 1928-1942 συνελήφθησαν βάσει αυτού του νόμου 67.213 Ιάπωνες, από τους οποίους οι 64.907 χαρακτηρίζονταν «Αριστεροί» (Dower 1996, σ. 111).

Ο νόμος πάλι του 1900 για την «αστυνομική ειρήνη» ποινικοποιούσε ρητάτην  ζύμωση για ένταξη σε συνδικάτα και, ουσιαστικά, την απεργία· ως αποτέλεσμα, «οι προπολεμικές εργατικές διενέξεις ήταν αυθόρμητες κι ανεξάρτητες από τα συνδικάτα».

Τα τελευταία διαλύθηκαν κι επίσημα το καλοκαίρι του 1940, στο πλαίσιο της πολεμικής κινητοποίησης, και την θέση τους πήραν «Πατριωτικές Βιομηχανικές Ενώσεις» φασιστικού τύπου με σκοπό τον απόλυτο έλεγχο των μισθωτών από τους εργοδότες («The Cambridge History», όπ.π., σ. 633-5 & 493· Yoshiaki 2015, σ. 285).

Το δρακόντειο αυτό πλέγμα δεν απέτρεψε ωστόσο το ξέσπασμα κοινωνικών αγώνων – και δη στο αποκορύφωμα του πολέμου.

Σύμφωνα με στατιστική της Ειδικής Αστυνομίας, από τον Ιανουάριο του 1943 μέχρι τον Νοέμβριο του 1944 καταγράφηκαν 740 «εργασιακές διενέξεις», 506 περιπτώσεις λευκής απεργίας ή συνειδητής επιβράδυνσης της παραγωγής, ενώ άλλες 612 «διενέξεις» αποτράπηκαν από την υπηρεσία.

Το ένα τρίτο, περίπου, απ’ αυτές τις συγκρούσεις σημειώθηκε στον στρατηγικό κλάδο της παραγωγής εργαλείων και μηχανών, άλλες τόσες δε στις μεταφορές, την εξορυκτική βιομηχανία και την μεταλλουργία (Dower 1996, σ. 116).

Ακόμη περισσότερο υπονόμευε την πολεμική προσπάθεια η μαζική απουσία εργατών από τη δουλειά, είτε για λόγους υγείας είτε για εναλλακτικές βιοποριστικές ασχολίες, από την παράλληλη μαύρη εργασία μέχρι την αναζήτηση τροφίμων στην ύπαιθρο· τα ποσοστά των απόντων υπολογίζονταν σε 20% το 1943-44 και 49% τον Ιούλιο του 1945 (όπ.π., σ. 119).

Τα διυλιστήρια του Οτάκε μετά τον βομβαρδισμό τους
Τα διυλιστήρια του Οτάκε μετά τον βομβαρδισμό τους

Αλλά και στην ύπαιθρο, όπου μόλις το 30% των αγροτών ήταν ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούσαν, καταγράφηκαν 3.308 «αγροτικές διενέξεις» γεοκτημόνων-καλλιεργητών το 1941, 2.756 το 1942, 2.424 το 1943 και 2.160 το 1944 (όπ.π., σ. 112-3).

Σοβαρότερες επιπτώσεις στο φρόνημα του πληθυσμού είχε η καταστροφή μεγάλου μέρους των μεσοστρωμάτων, του βασικού δηλαδή κοινωνικού στηρίγματος του μεσοπολεμικού μιλιταρισμού.

Μολονότι κάποιοι κλάδοι ωφελήθηκαν από υπεργολαβίες της πολεμικής παραγωγής, πολλοί άλλοι απορροφήθηκαν με κακούς όρους από τα μεγάλα μονοπώλια (zaibatsu) ή προλεταριοποιήθηκαν βίαια, ως αποτέλεσμα των αμερικανικών βομβαρδισμών.

«Η μεσαία τάξη βρήκε τα σπίτια της καμένα και τις επιχειρήσεις της κατεστραμμένες από τους βομβαρδισμούς εν μιά νυκτί, περιέπεσε δε σε συνθήκες κατώτερης τάξης», σημείωνε ένας παρατηρητής των ημερών.

«Αυτό έχει προκαλέσει βαθιές αλλαγές στην κοινωνική δομή κι απαιτεί προσοχή από την πολεμική ηγεσία. [...] Η ταξική συνειδητοποίηση της σύγκρουσης ανάμεσα στους επάνω και τους κάτω εντείνεται σταδιακά. Η αποκλειστική ενασχόληση με τα άμεσα προβλήματα γενικεύεται και απεγνωσμένες συμπεριφορές εντείνονται διαρκώς» (όπ.π., σ. 119-21).

Ακόμη πιο εύγλωττος είναι ο απολογισμός αυτής της ταξικής πόλωσης από έναν εθνικιστή αξιωματικό της επίφοβης Στρατονομίας (Kempetai): «Οι άνθρωποι της ανώτερης τάξης ήταν πολύ εγωιστές, οι δε κατώτερες τάξεις απλώς ήθελαν να έχουν να φάνε. Η ιαπωνική μεσαία τάξη ήταν πολύ μεγάλη. Καταστράφηκε διά πυρός και μετατράπηκε σε ανθρώπους της κατώτερης τάξης, οπότε τόσο η ανώτερη όσο και οι κατώτερες τάξεις άρχισαν να επιθυμούν το τέλος του πολέμου» (όπ.π., σ. 123).

Πένθος και οργή

Το κέντρο του Τόκιο μετά τον εμπρησμό του από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά (9/3/1945)
Το κέντρο του Τόκιο μετά τον εμπρησμό του από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά (9/3/1945)

Εχοντας αναλάβει την καταγραφή των τάσεων του πληθυσμού, σε μια εποχή που η απουσία πολιτικών ή ατομικών ελευθεριών δεν επέτρεπε άμεση σφυγμομέτρηση του λαϊκού φρονήματος, η Αστυνομία της Σκέψης κατέγραφε ενδελεχώς κάθε ίχνος λαϊκών αντιδράσεων απέναντι στο καθεστώς και τον πόλεμο που αυτό διεξήγε: «αρνητικές φήμες» και κουτσομπολιά, συνθήματα στους τοίχους ή άλλους δημόσιους χώρους και, φυσικά, καταγγελίες κάθε λογής για παρεκκλίνουσες συμπεριφορές.

Το δείγμα των σχετικών αναγραφών που παραθέτουμε παρακάτω είναι πράγματι εντυπωσιακό για τις πραγματικές διαθέσεις μιας μερίδας του πληθυσμού.

Εξίσου εύγλωττες αποδεικνύονται οι διαπιστώσεις της Ειδικής Αστυνομίας για τις γενικότερες τάσεις, κατά τους τελευταίους ιδίως μήνες του πολέμου: «Οι φήμες, τα συνθήματα στους τοίχους και άλλες εκδηλώσεις αυξάνονται αριθμητικά», διαβάζουμε σε εμπιστευτική έκθεση του Μαρτίου 1945.

«Ισχυρίζονται πως η πολεμική ηγεσία της Ιαπωνίας ή οι ιθύνοντες κύκλοι ευθύνονται για την εντατικοποίηση των αεροπορικών επιδρομών, για τις ελλείψεις τροφίμων, τον απότομο πληθωρισμό κ.ο.κ., όλα όσα κάνουν την ζωή του λαού δύσκολη. Αυτή η αγανάκτηση κατά της άρχουσας τάξης επιδεικνύεται με επικρίσεις της στρατιωτικής στρατηγικής και παραποίηση της συμπεριφοράς των στρατιωτικών κύκλων. Αλλοι πάλι μιλάνε άσχημα για τα κυβερνητικά μέτρα και τις κυβερνητικές ανακοινώσεις. Παίρνουν ρητά εχθρική στάση απέναντι στους κυβερνητικούς κύκλους. Κάποιοι άλλοι τολμούν να μιλήσουν για ταξικό ανταγωνισμό» (Dower 1996, σ. 130).

Αντιπολεμικά συνθήματα και υβριστικοί χαρακτηρισμοί για τον αυτοκράτορα κυκλοφορούσαν σε χαρτονομίσματα που περνούσαν από χέρι σε χέρι ή ανασύρονταν σε άκυρα ψηφοδέλτια των δημοτικών εκλογών του 1943 στο Τόκιο (όπ.π., σ. 131).

Το ατομικό πένθος οδηγούσε ακόμη και σε δημόσιες «στασιαστικές» εκδηλώσεις, όπως εκμυστηρεύτηκε ένας εκφωνητής του ραδιοφώνου, εντεταλμένος με την ζωντανή κάλυψη των επίσημων τελετών θεοποίησης των πεσόντων στρατιωτών στο τέμενος Γιασουκούνι: «Κραυγές αγωνίας ήταν δύσκολο να κρυφτούν από τα μικρόφωνα. Με τον κεντρικό διάδρομο πλημμυρισμένο εκατέρωθεν από συγγενείς των θεοποιημένων, ουρλιαχτά “Δολοφόνοι!” και “Δώστε μου πίσω το παιδί μου!” απευθύνονταν συχνά στην πομπή των ιερέων και των αξιωματικών που προσέγγιζε τελετουργικά το εσωτερικό του ιερού» (John Nelson, «Social Memory as Ritual practice: Commemorating Spirits of the Military Dead at Yasukuni Shinto Shrine», The Journal of Asian Studies, 62/2 [2003], σ. 453).

Αποκαλυπτικά γι’ αυτές τις διαθέσεις ήταν τα κρούσματα περιύβρισης της αυτοκρατορικής αρχής, που η Ειδική Αστυνομία κατέγραφε και δίωκε (Dower 1996:141-4):

«Ο αυτοκράτορας φωτογραφίζεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα, παρ' όλο που έχει σκοτώσει τόσα παιδιά»·

«Εξαιτίας του πολέμου δεν έχουμε να φάμε. Δεν υπάρχει ρύζι και γι’ αυτό δεν φταίει ο δήμαρχος, φταίει ο αυτοκράτορας»·

«Ο αυτοκράτορας είναι μια πανάκριβη σφραγίδα»·

«Κάθε μέρα εισφορές και ξανά εισφορές. Στον βαθμό που με αφορά, θα ήταν μια χαρά αν η Αυτού Υψηλότης τα τίναζε»·

«Από την στιγμή που κάηκε το Τόκιο, στον διάολο ο αυτοκράτορας»·

«Αν και κληρωτός, δεν θέλω να πεθάνω για τον αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας είναι ανδρείκελο εκείνων των Εβραίων, των zaibatsu» (Dower 1996, σ. 143-4).

Μια μητέρα εξέφρασε την βεβαιότητα πως ο Χιροχίτο κάποτε θα τιμωρηθεί για την «αρπαγή» των γιων της, που αποτελούσαν την μόνη εξασφάλιση για τα δικά της γηρατειά: «Είμαι αηδιασμένη. Ο αυτοκράτορας δεν έδωσε δεκάρα για το μεγάλωμα των παιδιών μου και τώρα που μεγάλωσαν μου τα παίρνει».

Μια 68χρονη χωρική εξέφρασε την βεβαιότητα πως, «αν αυτά συνέβαιναν στις ΗΠΑ, θα είχαν αμέσως τουφεκίσει τον αυτοκράτορά τους· μακάρι να γίνει το ίδιο και στην Ιαπωνία».


Ποιος «εχθρός»;

Το κέντρο του Τόκιο μετά τον εμπρησμό του από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά (9/3/1945)
Το κέντρο του Τόκιο μετά τον εμπρησμό του από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά (9/3/1945)

Τον Νοέμβριο του 1944, ένα 10% του πληθυσμού θεωρούσε αναπόφευκτη την ήττα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ειδικής Αστυνομίας· τον Μάιο του 1945 το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 50%, για να ξεπεράσει το 65% στις παραμονές της αυγουστιάτικης συνθηκολόγησης.

Ακόμη πιο ανησυχητικές για τους πραιτωριανούς του καθεστώτος ήταν ωστόσο οι εκδηλώσεις αδιαφορίας που συνόδευαν συνήθως αυτή την διαπίστωση.

«Ο πόλεμος τράβηξε τόσο κι η κατάσταση του λαού είναι τόσο άσχημη, ώστε δεν έχει καμιά σημασία αν θα κερδίσουμε ή θα χάσουμε τον πόλεμο», ισχυριζόταν ένας ιδιωτικός υπάλληλος τον Οκτώβριο του 1943.

«Ακόμη κι αν χάσουμε, δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούμε ότι θα σκοτωθούμε. Μόνον ο αυτοκράτορας και τα μεγάλα κεφάλια, σαν τους υπουργούς, θα σκοτωθούνε», υποστήριζε κάποιος άλλος (όπ.π., σ. 133 & 144).

Ορισμένες φορές, η αδιαφορία για την ήττα παραχωρούσε μάλιστα την θέση της στην έκφραση ρητής υποστήριξης προς τους Συμμάχους, άλλοτε κομμουνιστικής κι άλλοτε φιλελεύθερης απόχρωσης.

Μία διαφορετική εκδοχή στράτευσης: οι Γιαπωνέζοι αντιφασίστες Ικέντα Γιούκι και Ουατάρου Κάτζι (εδώ, το 1938 στο Χαντσόου της Κίνας) έσμιξαν στην εξορία κι αγωνίστηκαν για την επαναστατική και διεθνιστική αναμόρφωση των συμπατριωτών τους αιχμαλώτων πολέμο
Μία διαφορετική εκδοχή στράτευσης: οι Γιαπωνέζοι αντιφασίστες Ικέντα Γιούκι και Ουατάρου Κάτζι (εδώ, το 1938 στο Χαντσόου της Κίνας) έσμιξαν στην εξορία κι αγωνίστηκαν για την επαναστατική και διεθνιστική αναμόρφωση συμπατριωτών τους αιχμαλώτων πολέμου.

Ακόμη και στις ειδικές μονάδες των καμικάζι υπήρχαν εθελοντές που κατά βάθος ταυτίζονταν με τα ιδεώδη του αντιπάλου.

Στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ουεχάρα Ριότζι, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κεϊό, εκδηλώνει λ.χ. ρητά την πεποίθηση ότι το δίκιο βρίσκεται στο στρατόπεδο των αντιπάλων του Αξονα, ακόμη και την χαρά του για τη συντριβή του τελευταίου: «Αύριο ένας άνθρωπος που πιστεύει στην δημοκρατία θα εγκαταλείψει τούτο τον κόσμο. Μπορεί να μοιάζει μοναχικός, όμως η καρδιά του είναι γεμάτη ικανοποίηση» [Mako Sasaki, «Who became kamikaze pilots and how did they feel towards their suicide mission?», Concord Review, 7/1 (1996), σ. 187].

Ενας νεαρός αριστοκράτης, ο Μορισάντα Χοσικάουα, θα καταγράψει τέλος με φρίκη το αυτοσχέδιο τραγουδάκι που άκουσε στο τρόλεϊ από κάποιον μεθυσμένο «που έμοιαζε διανοούμενος» (20/12/1943):

«Ξεκίνησαν έναν πόλεμο / που από χέρι θα χάσουν / λέγοντας “θα νικήσουμε”, “θα νικήσουμε” / οι χοντρομαλάκες. / Ο πόλεμος είναι χαμένος / η Ευρώπη έχει κοκκινίσει. / Ισαμε το πρωί / η Ασία θα κοκκινίσει κι αυτή».

Ενα φάντασμα πλανιέται

Από το Μουσείο Χιροχίτο (Shōwa-kan): πιστοί υπήκοοι του αυτοκράτορα κλαίνε όταν ακούν από το ραδιόφωνο τη φωνή του ηγεμόνα-Θεού να εξαγγέλλει τη συνθηκολόγηση
Από το Μουσείο Χιροχίτο (Shōwa-kan): πιστοί υπήκοοι του αυτοκράτορα κλαίνε όταν ακούν από το ραδιόφωνο
την φωνή του ηγεμόνα-Θεού να εξαγγέλλει την συνθηκολόγηση.

Ο τρόμος απέναντι σε μια ενδεχόμενη κοινωνική επανάσταση δεν περιοριζόταν στον σκληρό πυρήνα του μιλιταριστικού καθεστώτος, αλλά επεκτεινόταν και στους «φιλελεύθερους» κύκλους της ενδοκαθεστωτικής αντιπολίτευσης.

Η τελευταία προτιμούσε μια επεκτατική πολιτική προς Βορράν, σε βάρος της ΕΣΣΔ, αντί για την σύγκρουση με τις δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες.

Οι θέσεις αυτών των κύκλων συμπυκνώθηκαν στο υπόμνημα που επέδωσε στις 14 Φεβρουαρίου 1945 στον αυτοκράτορα ο προπολεμικός πρωθυπουργός, πρίγκιπας Κονόε Φουμιμάρο, τονίζοντας την ανάγκη άμεσης συνδιαλλαγής με τους Αμερικανούς προκειμένου ν’ αποφευχθεί η επερχόμενη κοινωνική ανατροπή:

Περισσότερο από την ίδια την ήττα, αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο από την άποψη της διατήρησης του αυτοκρατορικού θεσμού, είναι η κομμουνιστική επανάσταση που ενδέχεται να συνοδεύσει την ήττα. Πεποίθησή μου είναι πως, επί του παρόντος, γεγονότα τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας ωθούν ταχύτατα προς μια κομμουνιστική επανάσταση. [...]

Στην εσωτερική σκηνή, βλέπω όλες τις απαραίτητες συνθήκες για την πραγματοποίηση μιας κομμουνιστικής επανάστασης που προετοιμάζεται μέρα με την ημέρα: εκπτώχευση της καθημερινότητας· ανέβασμα του τόνου της φωνής των εργατών· μια φιλοσοβιετική διάθεση, παράλληλα με τα όλο κι εχθρικότερα συναισθήματα απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ· μεταρρυθμιστικές κινήσεις ενός κύκλου στρατιωτικών· κίνηση των λεγόμενων “νέων γραφειοκρατών”, που καβαλάνε αυτό το ρεύμα· μυστικοί ελιγμοί αριστερών στοιχείων που το χειραγωγούν από τα παρασκήνια.

Απ’ όλα αυτά, τη μεγαλύτερη προσοχή απαιτεί η μεταρρυθμιστική κίνηση ενός κύκλου στρατιωτικών. [...] Η εξάλειψη αυτού του κύκλου και η αναδιάρθρωση του στρατού αποτελούν προϋπόθεση και προαπαιτούμενο για τη σωτηρία της Ιαπωνίας από την κομμουνιστική επανάσταση (Dower 1979, σ. 260-4).

Στην πραγματικότητα, το ιαπωνικό κομμουνιστικό κίνημα είχε διαλυθεί από την αμείλικτη καταστολή των προπολεμικών χρόνων, με αποκορύφωμα τον μαζικό εξαναγκασμό χιλιάδων μελών του και συμπαθούντων σε ταπεινωτικές δημόσιες δηλώσεις μετανοίας (tenkō).

Οπως και αλλού, κανείς δεν μπορούσε, ωστόσο, να προεξοφλήσει πώς θα ενεργούσαν όλοι αυτοί οι «δηλωσίες» την στιγμή της κατάρρευσης του μετώπου.

Μια ομάδα στελεχών είχε, τέλος, καταφύγει από καιρό στο Γενάν, συνεργαζόμενη με τους Κινέζους συντρόφους της στην «αναμόρφωση» των αιχμάλωτων Ιαπώνων φαντάρων.

Μολονότι άκαρπο, το διάβημα Κονόε έθεσε τελικά τις βάσεις για την δρομολόγηση του μεταπολεμικού, ψυχροπολεμικού καθεστώτος.

Οταν το φιλελεύθερο άνοιγμα που ακολούθησε την συνθηκολόγηση έφερε στο προσκήνιο το αριστερό εργατικό κίνημα, με κεντρικό διακύβευμα τον έλεγχο της παραγωγής από τα συνδικάτα, ο συντάκτης του υπομνήματος, Σιγκέρου Γιοσίντα, κλήθηκε το 1946 από τις αμερικανικές αρχές κατοχής να επαναφέρει την ιαπωνική κοινωνία στην τάξη.

Πώς ακριβώς έγινε αυτό, θα το δούμε σε κάποιο μελλοντικό αφιέρωμα.

Κραυγές των τοίχων

Προπαγανδιστική αφίσα της δεκαετίας του 1930, από το άκρως επίσημο αυτοκρατορικό μουσείο Shôwa-kan του Τόκιο
Ο ύπουλος κομμουνιστής μαχαιρώνει πισώπλατα το μαχόμενο έθνος. Προπαγανδιστική αφίσα της δεκαετίας του 1930, από το άκρως επίσημο αυτοκρατορικό μουσείο Shôwa-kan του Τόκιο.

Χαρακτηριστικό δείγμα από τα συνθήματα που κατέγραψε τα πρώτα -νικηφόρα- χρόνια του πολέμου η ιαπωνική Αστυνομία της Σκέψης κι αναπαράγονται στο σχετικό κείμενο του ιστορικού Τζον Ντόουερ (1996, σ. 101-54, ιδίως σ. 124-8).

Οπως επισημαίνει ο συγγραφέας (σ. 110), «η επίσημη καταγραφή των γκραφίτι ή “δημοσίων κακογραφιών” (rakugaki, rakusho) ήταν τόσο ενδελεχής, ώστε αφήνει την εντύπωση πως δεν υπήρχε μεμονωμένη τουαλέτα, τοίχος εργοστασίου ή ηλεκτρική κολόνα που να έχει ξεφύγει από την επίσημη διερεύνηση»:

«Σκοτώστε τον αυτοκράτορα» (12/1941).

«Η Ιαπωνία χάνει τον πόλεμο στην Κίνα» (12/1941)

«Γιατί η πατρίδα μας διαπράττει επίθεση; Ρωτήστε τους ηγέτες μας γιατί εξαπέλυσαν επιθετικό πόλεμο ενάντια στην Κίνα» (12/1941).

«Κομμουνισμός. Εργάτες όλου του κόσμου, επανάσταση τώρα – του αυτοκράτορα συμπεριλαμβανομένου» (12/1941)

«Κοιτάξτε τις θλιμμένες μορφές των υποσιτισμένων. Ανατρέψτε την κυβέρνηση. Τουφεκίστε τον προδότη τέως πρωθυπουργό, πρίγκιπα Κανόε» (12/1941).

«Απόλυτη αντίθεση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η Ιαπωνία και η Γερμανία κηρύσσουν την κυριαρχία τους σε όλο τον κόσμο. Αυτό όμως δεν πρόκειται να κάνει τον λαό ευτυχισμένο. Η αληθινή ειρήνη θα έρθει σαν νικήσει η Σοβιετική Ενωση. Εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας σε όλη την χώρα, ήρθε η στιγμή να συνειδητοποιηθείτε!» (1/1942).

«Σύντομα δεν θα μπορούμε να φάμε. Αυτοί που τους αρέσει να τους λένε στρατιώτες της βιομηχανίας είναι μεγάλοι βλάκες» (1/1942).

«Είτε κερδίσουμε είτε χάσουμε, οι ζωές μας δεν θ’ αλλάξουν. Σταματήστε τον πόλεμο, λένε οι εργάτες» (1/1942).

«Σταματήστε τον πόλεμο. Στο τέλος θα χάσουμε κι ο λαός θα υποφέρει» (3/1942)

«Η Α.Μ. η Αυτοκράτειρα είναι μια καριόλα» (3/1942).

«Η μεταλλουργία Σουμιτόμο είναι μια κλέφτρα εταιρεία, που ρουφά τον ιδρώτα και το αίμα των εργατών για ψίχουλα. Σκοτώστε αυτούς που κανονίζουν τους μισθούς» (3/1942).

«Χιλιάδες πεθαίνουν για την δόξα ενός μονάχα στρατηγού» (5/1942).

«Οι έμποροι χοντραίνουν ενώ τα παιδιά των αγροτών χύνουν το αίμα τους στα πεδία των μαχών» (5/1942).

«Οι κατώτερες τάξεις αγωνίζονται σε τούτο τον πόλεμο, για τους καπιταλιστές και την μειοψηφική άρχουσα τάξη» (5/1942).

«Οι στρατιώτες φέρουν όπλα για να σκοτώνουν. Τι απέγινε ο προσωπικός χαρακτήρας; Γελοίο. Αλλος ένας λόγος για ν’ αυτοκτονήσει κανείς» (6/1942).

«Οι καπιταλιστές είναι κλέφτες, η περιουσία είναι καρπός εκμετάλλευσης. Ενας Σοσιαλιστής» (6/1942).

«Δεν υπάρχει ρύζι. Τερματίστε τον πόλεμο» (6/1942).

«Σταματήστε τον πόλεμο. Δώστε μας ελευθερία» (6/1942).

«Οι καπιταλιστές ξεκίνησαν τον πόλεμο, συσσωρεύουν πλούτη και τα κρύβουν. Δώστε στον λαό ειρήνη, ελευθερία και ψωμί» (7/1942).

«Καταστρέψτε την αριστοκρατία, αυτά τα καταναλωτικά παράσιτα» (7/1942).

«Λαϊκή Επανάσταση. Ζήτω το Κ.Κ. Ιαπωνίας!» (7/1942).

«Αυτό που πιστεύουμε δεν είναι τίποτα άλλο παρά ιδεαλισμός, φιλελευθερισμός, ατομισμός. Να είστε πρωτότυποι νέοι» (7/1942).

«Ανατρέψτε την κυβέρνηση. Αυξήστε τα μεροκάματα» (8/1942).

«Λιμοκτονία και θύματα πολέμου. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος εντατικοποίησε την εργασία. Μετατρέψτε τον πόλεμο σε εξέγερση» (11/1942).

«Ζήτω ο Μαρξισμός. Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα» (11/1942).

«Απαιτούμε την κατάργηση του Νόμου για την Διατήρηση της Ειρήνης. Εμάς τους εργάτες και τους αγρότες μάς εκμεταλλεύονται σαν σκλάβους οι αστοί γεωκτήμονες. Ν’ αποτινάξουμε την συνήθεια υποταγής του παρελθόντος. Να ενωθούμε και ν’ ανατρέψουμε τον γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό και ν’ ανατρέψουμε τους καπιταλιστές που μας εκμεταλλεύονται και μας καταπιέζουν. Ανατρέψτε τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό» (11/1942).

«Δεν υπάρχει προοπτική νίκης στον πόλεμο. Σκοτώστε τον [τέως πρωθυπουργό, πρίγκιπα] Κονόε Φουτζιμάρο» (11/1942).

«Σταματήστε τον πόλεμο» (11/1942).

«Σκοτώστε τον αυτοκράτορα. Θάψτε τους πολιτικούς, ανατρέψτε τους καπιταλιστές» (12/1942).

«Σκοτώστε τον μουγκό αυτοκράτορα» (2/1943).

«Μην κάνετε τους αγρότες να κλαίνε. Σκοτώστε τον υπουργό Γεωργίας» (2/1943).

«Σκοτώστε τον [πρωθυπουργό] Τότζο» (2/1943).

«Αμεση ειρήνη με τις ΗΠΑ και την Βρετανία. Δεν μπορούμε άλλο να πολεμάμε» (3/1943).

«Είναι γελοίο να είσαι φαντάρος: 0,35 γεν την ημέρα» (3/1943).

«Ζήτω ο κομμουνισμός. Αντιταχθείτε στον πόλεμο» (5/1943).

«Απαλλάξτε την Ιαπωνία από τους πολεμοκάπηλους στρατιωτικούς. Το σπαθί που σκοτώνει έναν, σώζει πολλούς» (5/1943).

«Οι γυναίκες των υπουργών είναι χοντρές γιατί δεν έχουν πρόβλημα διατροφής. Ο πολύς λαός δεν έχει αρκετή τροφή και τα πρόσωπά του χλομιάζουν» (5/1943).

«Σταματήστε τον πόλεμο» (5/1943).

«2.000 γεν σ’ όποιον κλαδέψει το κεφάλι του αυτοκράτορα. 2.000 γεν για την αυτοκράτειρα» (6/1943).

«Η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ θα 'πρεπε να συνεργάζονται για την παγκόσμια ειρήνη» (6/1943).

«Ο πόλεμος δεν είναι καλό πράγμα» (6/1943).

«Σκοτώστε τους πλούσιους» (7/1943).

«Παληκάρια, κάντε κόκκινη επανάσταση! Ζήτω τα σοβιέτ! Ζήτω το Κ.Κ. Ιαπωνίας! Μητέρα Ρωσία» (7/1943)

«Ντου στην αστυνομία, το σκυλί του καθεστώτος. Οσοι έχετε παράπονα για την κυβέρνηση, ενωθείτε με τους συντρόφους κάτω από την κόκκινη σημαία. Αναρχία - Αναρχία. Προλεταριάτο ξεσηκώσου. Κατάστρεψε την μπουρζουαζία» (7/1943).

«Για ποιον σκοπό πολεμάτε όλοι σας εδώ κι εφτά χρόνια;» (7/1943).

«Αντίληψη αλληλοβοήθειας. Αντίληψη συνυπευθυνότητας. Αντίληψη ταξικής πάλης. Ζήστε με αυτά» (8/1943).

«Πόσο θα κρατήσει ο Μεγάλος Πόλεμος της Ανατολικής Ασίας; Τριάμισι χρόνια δίχως τροφή. Το ένα μετά το άλλο, λιμοκτονία» (9/1943).

«Νίκη στους Αγγλοαμερικάνους, ήττα στους Γερμανογιαπωνέζους» (10/1943).

«Οι στρατιωτικοί και οι γραφειοκράτες είναι αυτοί που κερδοσκοπούν χάρη στον πόλεμο, εν ονόματι του “έθνους”» (10/1943).

«Ανατρέψτε τον Τότζο. Ανατρέψτε τον μιλιταρισμό. Αναγνωρίστε το νόημα της ουσίας του πολιτισμού και του ατόμου. Ενα μεγάλο βασίλειο δίχως ατομική ή πολιτιστική ικανοποίηση θα καταλήξει σαν μια δεύτερη μογγολική φυλή» (10/1943).

«Οι κοινοί θνητοί πεθαίνουν για την δόξα ολίγων. Για ποιον πολεμάμε σε τούτο τον πόλεμο, που ξεκίνησαν η προνομιούχα τάξη κι οι στρατιωτικοί;» (11/1943).

«Τι κακό έχει ο φιλελευθερισμός και ο κομμουνισμός; Να το ξανασκεφτούμε» (11/1943).

«Ακόμη και στην Ιαπωνική Αυτοκρατορία, κάτι που οπωσδήποτε θα ερχόταν, ήρθε. Τι είναι; Ο Μαρξισμός» (3/1944).

Διαβάστε

► John Dower, Japan in War and Peace. Essays on History, Culture and Race (Λονδίνο 1996, εκδ. Fontana Press).

Συλλογή δοκιμίων για διάφορες πτυχές της ιαπωνικής ιστορίας κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ξεχωρίζει η μελέτη των φακέλων της Ειδικής Ανώτερης Αστυνομίας για τις διαθέσεις και αντιδράσεις του πληθυσμού στον πόλεμο («Sensational Rumors, Seditious Grafiti and the Nightmares of Thought Police», σ. 101-154).

► John Dower, Empire and Aftermath. Yoshida Shigeru and the Japanese Experience, 1878-1954 (Κέμπριτζ - Λονδίνο 1979, εκδ. Harvard University Press).

Βιογραφία του κομβικότερου μεταπολεμικού πρωθυπουργού της Ιαπωνίας, αποκαλυπτική για τις συνέχειες ανάμεσα στο προπολεμικό αυτοκρατορικό καθεστώς και την «φιλελεύθερη» τάξη πραγμάτων που εγκατέστησαν στην χώρα οι ΗΠΑ. Περιλαμβάνεται το πλήρες κείμενο του «Υπομνήματος Κονόε» (14/2/1945), για την ανάγκη συμβιβασμού με την Δύση προκειμένου ν’ αποτραπεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος.

► Yoshimi Yoshiaki, Grassroots Fascism. The War experience of the Japanese People (Ν. Υόρκη 2015, εκδ. Columbia University Press).

Συστηματική ανάλυση των πολεμικών βιωμάτων πλειάδας απλών Ιαπώνων, αποκαλυπτική της πολυμορφίας της τότε ιαπωνικής κοινωνίας, από έναν πανεπιστημιακό ιστορικό που έγινε ευρύτερα γνωστός χάρη στις αποκαλύψεις του για την καταναγκαστική εκπόρνευση Ασιατισσών «ανακουφιστριών» από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα.

πηγή

 
Django1-430.jpg

Player για Android

Android Player

Απο το κινητό σας πάτε στο: ρυθμίσεις -> ασφάλεια -> και ενεργοποιήστε την εγκατάσταση εφαρμογών απο άγνωστες πηγές. Με μία εφαρμογή QR Code Reader σκανάρετε την παραπάνω εικόνα ή πατήστε εδώ.

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση



Created by LiquidMinds | Powered by FRIKTORIA | Valid XHTML | Valid CSS.