Η εναλλακτική της ονομασία ακούγεται λιγότερο βίαιη. «Επιχείρηση Κολιμπρί». Πρόκειται για την πρώτη μαζική σφαγή της εποχής του Αδόλφου Χίτλερ, στην καγκελαρία της Γερμανίας η οποία μάλιστα στράφηκε κατά ενός κομματιού, του ίδιου του κόμματός του.

Ήταν τα περιβόητα SA ή Στούρμαμπταϊλουνγκ που στα γερμανικά σημαίνει «θυελλώδεις μαχητές», η μετεξέλιξη των φασιστικών Φράικορπς, που είχαν στηρίξει τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Φρίντριχ Έμπερτ, καταστέλλοντας την εξέγερση των σπαρτακιστών και δολοφονώντας τους ηγέτες της, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπνεχτ.

Λόγω της στολής τους, την οποία παρεμπιπτόντως σχεδίασε ο Hugo Boss (όπως και τις υπόλοιπες στολές των ναζιστικών σωμάτων)έμειναν στην ιστορία και ως φαιοχίτωνες.

Αρχηγός του παραστρατιωτικού αυτού σώματος, που αποτέλεσε τον πρώτο και κυριότερο βραχίονα του τρόμου που έσπειραν οι Ναζί στη Γερμανία, ήταν ο Γερμανός αξιωματικός παλιότερα μέλος και των Φράικορπς, στέλεχος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και ομοφυλόφιλος, Έρνστ Γιούλιους Ρεμ.


Ποιος ήταν ο Ρεμ

Ο Ρεμ συμμετέχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως υπολοχαγός του Βαυαρικού Στρατού, από τον οποίο στέλνεται να πολεμήσει στη Λωραίνη της Γαλλίας. Εκεί θα τραυματιστεί από βλήμα στο πρόσωπο, με τις ουλές από το χτύπημα να τον συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το τέλος του πολέμου, τον βρίσκει να είναι πλέον λοχαγός, έχοντας διακριθεί για τις οργανωτικές του ικανότητες. Ο ίδιος, όπως και οι περισσότεροι Γερμανοί εθνικιστές, είναι έξαλλος με την υπογραφή της ανακωχής από την πολιτική ηγεσία της χώρας του.

Αυτή την πολιτική ηγεσία βέβαια, θα την υπερασπιστεί τελικώς, γυρνώντας στη Βαυαρία κατά την εξέγερση των Σπαρτακιστών, καθώς ο ίδιος είχε ήδη ενταχθεί στην παραστρατιωτική ομάδα Φράικορπς.  Στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας, εντάσσεται το 1920, πριν ακόμα και από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ.

Αμέσως –ως στρατιωτικός- αναλαμβάνει την οργάνωση και επάνδρωση των μονάδων κρούσης του κόμματος. Τα SA έχουν ως σκοπό να τρομοκρατούν τους πολιτικούς αντιπάλους του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά και τους εσωκομματικούς του Αδόλφου Χίτλερ, όταν κάποιος εξ αυτών εκφράζεται στις πολυάριθμες συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα στις βαυαρικές μπυραρίες.

Ο Ρεμ στρατολογεί αξιωματικούς κυρίως από την οργάνωση Consul, η οποία είχε ήδη στο ιστορικό της, δυο δολοφονίες υπουργών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά και κατώτερα στελέχη από όλες τις παραστρατιωτικές οργανώσεις της Βαυαρίας.

ι συγκρούσεις με τον Χίτλερ

Η πρώτη σύγκρουση του Ερνστ Ρεμ με τον Αδόλφο Χίτλερ, προκύπτει μόλις το 1921. Τα SA του Ρεμ στρατολογούν χιλιάδες Γερμανούς και ο Ρεμ φιλοδοξεί να τους μετατρέψει σε κανονικό στρατό. Ο Χίτλερ διαφωνεί και θέλει οι στόχοι της οργάνωσης, να παραμείνουν αυστηρά η προπαγάνδα, ο τραμπουκισμός και οι δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων αλλά και Εβραίων. Στους δυο τους οφείλεται άλλωστε εκείνη την περίοδο, η μικρή μεν, άνθηση δε που γνωρίζει το κόμμα τους. Συγκεκριμένα στη ρητορική δεινότητα του Αδόλφου Χίτλερ και στην έλξη που ασκούν τα SA του Ρεμ στους άνεργους νέους Γερμανούς.

Αδόλφος Χίτλερ και Ερνστ Ρεμ, παραμένουν ως το 1923, υπέρ της ένοπλης ανατροπής του πολιτεύματος. Μάλιστα το επιχειρούν, στο περίφημο Πραξικόπημα της Μπυραρίας, το οποίο αποτυγχάνει παταγωδώς. Αμφότεροι, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται, ενώ κατά τον εγκλεισμό τους αναπτύσσουν ισχυρές φιλικές σχέσεις. Ο Ρεμ, είναι ένας από τους ελάχιστους που μπορούν να απευθύνονται στον Φύρερ, στον ενικό.

Ο Ρεμ αποτάσσεται από τον στρατό εξαιτίας της συμμετοχής του στην απόπειρα πραξικοπήματος και μένει στη φυλακή 15 μήνες. Αποφυλακίζεται το 1924 και συνεργάζεται και πάλι στενά με τον Χίτλερ, ώστε να επανιδρύσουν το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Στη θέση των SA που έχουν τεθεί εκτός νόμου, δημιουργούν την οργάνωση Frontbann. Ο Ρεμ εκλέγεται μέλος του Ράιχσταγκ (γερμανική βουλή), ως μέλος του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελευθερίας, όπως έχει μετονομαστεί το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, που βρίσκεται και εκείνο στην παρανομία.

Το αποτυχημένο πραξικόπημα και η περίοδος του εγκλεισμού του Αδόλφου Χίτλερ, έχουν όμως επιδράσει καταλυτικά στη συνείδηση του Φύρερ, ο οποίος παύει να πιστεύει στην ένοπλη ανατροπή της κυβέρνησης και τάσσεται σαφώς υπέρ του κοινοβουλευτικού δρόμου. Η σχετική διαφωνία μεταξύ Χίτλερ και Ρεμ, οδηγεί τον δεύτερο στην παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα το 1925. Ο Ρεμ, φεύγει για την Βολιβία, όπου εργάζεται ως σύμβουλος στον βολιβιανό Στρατό.

Το κράχ του 1929, βοηθά το Ναζιστικό Κόμμα να εκτιναχθεί στις εκλογές της επόμενης χρονιάς, όπου αναδεικνύεται σε αξιωματική αντιπολίτευση με 18,3%. Ο Χίτλερ αναλαμβάνει τα ηνία και των SA και με επιστολή του, καλεί τον Ρεμ να επιστρέψει και να αναλάβει. Ο Ρεμ αποδέχεται την πρόσκληση και επιστρέφει το 1931.

Τα SA αριθμούν πλέον εκείνη την εποχή, περίπου 1 εκατομμύριο μέλη και συνεχίζουν να μάχονται στους δρόμους τους Κομμουνιστές. Τρομοκρατούν ακόμα οποιονδήποτε, αντιτίθεται στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, κυρίως εκδότες, καθηγητές, πολιτικούς, επιχειρηματίες αλλά και τοπικούς αξιωματούχους που αρνούνται να συνεργαστούν.

Την χρονιά που επιστρέφει στη Γερμανία, ο Ερνστ Ρεμ, κατηγορείται –γιατί περί κατηγορίας πρόκειται εκείνη την εποχή και σε αυτό το κόμμα- για πρώτη φορά για ομοφυλοφιλία. Η εφημερίδα Munchener Post, δημοσιεύει επιστολές του προς ένα φίλο, στον οποίο εξομολογείται τις σχέσεις του με άλλους άνδρες.

Το κόμμα του, ισχυρίζεται ότι οι επιστολές είναι πλαστές, αν και όλοι γνωρίζουν την αλήθεια. Παρόλα αυτά η ισχύς του Ρεμ, παραμένει μεγάλη. Κανείς δεν βάζει θέμα για τον ίδιο, παρά το γεγονός πως το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αποκηρύσσει ανοικτά και με κάθε τρόπο την ομοφυλοφιλία.

Τα SA του Ρεμ πάντως, χάνουν σταδιακά τον αρχικό τους ρόλο ως σωματοφυλακής του Φύρερ, ο οποίος ανατίθεται σε μια μικρή (αρχικά) ομάδα, τα Σουτσστάφελ του Χάινριχ Χίμλερ, μια ομάδα εκπαιδευμένων Άριων, γνωστότερη ως SS.

 

Ο πολιτικός λόγος της ρήξης

Ο βασικός λόγος της ρήξης μεταξύ Αδόλφου Χίτλερ και Έρνστ Ρεμ, Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και Ταγμάτων Εφόδου, δεν ήταν ούτε τα κατασκευασμένα σενάρια των εσωκομματικών εχθρών του Ρεμ, περί ανατροπής του Χίτλερ, ούτε η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη του πρώην αξιωματικού του Γερμανικού Στρατού.

Η ρήξη που οδήγησε στην σφαγή της νύχτας της 30ης Ιουνίου του 1934, έχει τις αιτίες της αλλού.

Η ιδεολογία των SA

Ο «εθνικοσοσιαλισμός» η ιδεολογία που ασπάστηκε ο Χίτλερ, είχε όπως προδίδει το όνομά του, εκτός από «εθνικό» και «σοσιαλιστικό» σκέλος. Αυτό ακριβώς το κομμάτι, εκπροσωπούσαν τα Τάγματα Εφόδου, τα οποία σε συντριπτικό βαθμό επανδρώνονταν από εργαζόμενους και άνεργους Γερμανούς.

Πολλές φορές μάλιστα, τα Τάγματα παίρνουν το μέρος εργαζομένων που απεργούν στη Γερμανία της κρίσης. Δεν μένουν καν στη συμμετοχή. Αντίθετα, επιτίθενται και ξυλοκοπούν απεργοσπάστες, συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις και πικετοφορίες.

Ο βασικός σκοπός των Ταγμάτων του Ρεμ, δεν είναι άλλος από μια «Δεύτερη Επανάσταση». Δηλαδή μια δέσμη ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων με σοσιαλίζοντα χαρακτηριστικά. Μεταξύ αυτών η εθνικοποίηση μεγάλων βιομηχανιών, ο εργατικός έλεγχος αλλά και η αναδιανομή του πλούτου της παλιάς αριστοκρατίας. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις που φανταζόνταν, ο Ρεμ και τα τάγματά του, βρίσκονταν έτη φωτός μακριά από όσα είχε στο μυαλό του, ο ίδιος ο Χίτλερ.

Ο δεύτερος λόγος που οδήγησε στην μεγάλη εκκαθάριση της «Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών» ήταν ο ανταγωνισμός των Ταγμάτων με τον Στρατό.

Οι αξιωματούχοι του Στρατού, καταλάβαιναν, ότι ο Ρεμ και τα Τάγματά του, γίνονταν ολοένα και πιο απειλητικοί για τους ίδιους. Αυτό συνέβαινε καθώς μια από τις μεταρρυθμίσεις που είχαν στο μυαλό τους τα Τάγματα, ήταν να ανατρέψουν και την ίδια την εξουσία του στρατού, αντικαθιστώντας τον με μια «Πολιτοφυλακή», η οποία στα μάτια των στρατιωτικών φάνταζε σοσιαλιστική μεταρρύθμιση.

Συμπερασματικά, τα SA και ο Ερνστ Ρεμ, τρομάζουν:

Τους επιχειρηματίες που ο Χίτλερ θέλει στο πλευρό του.

Τον Αδόλφο Χίτλερ που έχει μια τεράστια ομάδα στο κόμμα του, που δεν μπορεί να ελέγξει.

Τον στρατό, που οι Ναζί θέλουν τουλάχιστον ουδέτερο όταν αναλάβουν την εξουσία.

 

Η τελική σύγκρουση


Ο Αδόλφος Χίτλερ, αναλαμβάνει το 1933, καγκελάριος της Γερμανίας. Ο Ρεμ περιμένει ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που όμως δεν έρχονται. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, έχει «κοπεί» στα δυο, πριν καλά-καλά αναλάβει την εξουσία. Από τη μια ο «επαναστάτης» Ρεμ και τα 3 εκατομμύρια –πλέον- μέλη των Ταγμάτων του, που μιλούν για «επανάσταση κατά των αντιδραστικών του κόμματος» επιζητώντας για εκείνους την ίδια αντιμετώπιση με εκείνη που επεφύλασσαν σε Κομμουνιστές και Εβραίους. Ο Ρεμ κατηγορεί τους ευγενούς καταγωγής αξιωματικούς του στρατού ως σκουριασμένους που «δεν διαπνέονται από επαναστατικό πνεύμα» και ζητά την ενσωμάτωση του γερμανικού στρατού στα SA, ώστε  να αποκτήσει και πάλι η Γερμανία την στρατιωτική ισχύ του παρελθόντος, μέσω ενός λαϊκού Στρατού.

Από την άλλη, ο «ρεαλιστής» Αδόλφος Χίτλερ που χρειάζεται τον στρατό, για τις μελλοντικές του βλέψεις, δηλώνει πως οι επιχειρήσεις δεν θα εθνικοποιηθούν ενώ ο στρατός θα επεκταθεί και φυσικά δεν θα ενσωματωθεί στα Τάγματα Εφόδου. Η ώρα της τελικής σύγκρουσης με τον Ρεμ, έχει έρθει.

Είναι ξεκάθαρο, ότι ο Φύρερ, θεωρεί πλέον τον Έρνστ Ρεμ, πολιτικό του εχθρό. Προσπαθώντας να αποκρύψει τις προθέσεις του, του απευθύνει θερμή ευχαριστήρια επιστολή για τις υπηρεσίες του και τον κάνει μέλος της κυβέρνησής του, ως υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου. Παράλληλα βέβαια, αναθέτει στην Γκεστάπο να βρει ενοχοποιητικά στοιχεία για εκείνον, αναγγέλλοντας ταυτόχρονα τον περιορισμό των δραστηριοτήτων των Ταγμάτων.

Ο Ρεμ από την πλευρά του, απαντά στις προκλήσεις του Χίτλερ, αυξάνοντας τον αριθμό των ενόπλων των Ταγμάτων, κάτι που εκλαμβάνεται ως προετοιμασία ανταρσίας από τον Χίτλερ, όμως επικεφαλής των SA δεν φαίνεται να έχει κατά νου, πως η ώρα της… κρίσης φτάνει. Οι αντίπαλοι του Ρεμ στην ηγεσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, συλλέγουν στοιχεία και ομιλίες, που σύμφωνα με τους ίδιους αποδεικνύουν τη διάθεση του Ρεμ να ανατρέψει τον Χίτλερ. Ο Φύρερ, ανάβει το «πράσινο φως» στον Χίμλερ και τα SS του να αναλάβουν δράση.


Η επιχείρηση Κολιμπρί

Την επιχείρηση με το εύηχο σε σχέση με το ίδιο το περιεχόμενό της όνομα, βάζει σε κίνηση, ο ίδιος ο Χίτλερ. Ο Φύρερ ζητά από τον Ρεμ να συγκεντρώσει την ηγεσία των Ταγμάτων στο θέρετρο Μπαντ Βίζεε, όπου ο αρχηγός των SA παραθερίζει. Ο Ρεμ δέχεται ανυποψίαστος.

Τη νύχτα της 30ης Ιουνίου, η ηγεσία των SA, συλλαμβάνεται σύσσωμη και μεταφέρεται στη φυλακή Στάντελχάιμ του Μονάχου. Ο Ρεμ συλλαμβάνεται στο κρεβάτι του, όπου βρίσκεται με δυο στρατιώτες του.

Ο Χίτλερ έχει διατάξει την εκτέλεση όλων, έχει όμως αναστολές για το αν πρέπει να εκτελέσει τον παλιό του φίλο και σύντροφο Έρνστ Ρεμ. Τελικώς, ο ταξίαρχος των SS, Τέοντορ Άικε, διοικητής του Στρατοπέδου του Νταχάου, επισκέπτεται τον Ρεμ στο κελί του και αφήνει δίπλα του, ένα περίστροφο με μια μόλις σφαίρα, καλώντας τον να βάλει ο ίδιος τέλος στη ζωή του.

Ο Ρεμ αρνείται την προσφορά του ταξίαρχου, λέγοντάς του: «Αν ο Αδόλφος θέλει να πεθάνω, ας έλθει να με σκοτώσει ο ίδιος!». Ο Ρεμ εκτελείται με πυρά αυτόματων όπλων από άνδρες της SS, ενώ ξημερώνει πια η 1η Ιουλίου του 1934. Τα απόλυτα ελεγχόμενα από το ναζιστικό καθεστώς ΜΜΕ, παρουσίασαν τον Χίτλερ ως υποψήφιο θύμα συνωμοσίας του Ερνστ Ρεμ. Στις 3 Ιουλίου του ίδιου έτους, ο Αδόλφος Χίτλερ, φρόντισε μάλιστα να νομιμοποιήσει έστω και εκ των υστέρων την εν λόγω εκκαθάριση, ως «αυτοάμυνα του κράτους» βάσει του λεγόμενου «εξουσιοδοτικού νόμου».

πηγή