Ακούστε
Nova FM 106
Ζωντανά
Ακούστε Nova FM 106 Ζωντανά
Έχουμε 340 επισκέπτες συνδεδεμένους
Η Εκκλησιαστική περιουσία
Η μισθοδοσία του Κλήρου προέρχεται από την εκμετάλλευση (από το κράτος) μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας που του έχει παραχωρηθεί γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Τα κατ' επανάληψιν διακινούμενα περί εκκλησιαστικής περιουσίας έχουν καταντήσει μονότονα...

 

 

"Στην σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή (μέρους της Εκκλησιαστικής περιουσίας) είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της.

Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η "μισθοδοσία" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 – ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο – όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 – συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’ άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’ αυτού."


Η Εκκλησιαστική Περιουσία και η Μισθοδοσία του Κλήρου στη Νεότερη Ελλάδα.

Η εκκλησιαστική περιουσία στην Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερα πονεμένη ιστορία που κρατάει από τις απαρχές του Ελληνικού Κράτους στις αρχές του 1830 μέχρι σήμερα και εμπλέκεται και με την μισθοδοσία των κληρικών από τον κρατικό κορβανά.

Παραδόξως, αν και το ζήτημα είναι και ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αλλά και ιδιαιτέρως σημαντικό, ελάχιστα άρθρα για το θέμα περιέχουν ουσιαστικές πληροφορίες. Όλα αυτά τα άρθρα θα τα βρείτε στις πηγές στο τέλος του άρθρου.
Οι περισσότερες αναφορές στο θέμα είναι απλά ένα τεράστιο σπασμένο τηλέφωνο, όπου όλοι αντιγράφουν τα 3-4 αυτά βασικά άρθρα, μεταφέρουν σφάλματα ο ένας από τον άλλο και τα μεταδίδουν στον επόμενο τσαπατσούλη διαδικτυακό συγγραφέα ή “δημοσιογράφο” που θέλει να εκμεταλλευτεί το κλίμα των ημερών για μερικά κλικ.

(...)


Πόθεν έσχεν η Εκκλησία;

Αυτό είναι σχετικά απλό ζήτημα, αλλά θα το αναφέρω για σαφήνεια: αυτοκρατορικές χορηγίες, τουρκικές χορηγίες*, κρατικές χορηγίες, κληροδοτήματα, μεταβιβάσεις και εκμετάλλευση της υπάρχουσας περιουσίας.

Οι πρώτες κρατικές επιχορηγήσεις ξεκινάν επί "Βυζαντίου" και η ιστορία συνεχίζεται επί Τουρκοκρατίας κυρίως με κληροδοτήματα, καθώς η Εκκλησία παρείχε μια ασφάλεια για την περιουσία των περιοίκων. Τόσο επί "Βυζαντίου", όσο και επί Τουρκοκρατίας η πολιτεία δεν έθιγε εκκλησιαστικά κτήματα (η κινητή περιουσία ήταν άλλο ζήτημα). Δεν θα αναπτύξω το ζήτημα εδώ, καθώς θέλει ολόκληρο άρθρο, αλλά η συνέχεια του κράτους κατάστησε αμφότερα τα βυζαντινά και τα τουρκικά έγγραφα έγκυρα (αν και η απόδειξη γνησιότητας ήταν και είναι ένα πονεμένο ζήτημα), τουλάχιστον για την έκδοση νέων τίτλων ιδιοκτησίας. Στη σύγχρονη Ελλάδα πάντως οι χορηγίες γης σταματούν (και το φαινόμενο αντιστρέφεται).

Τα κληροδοτήματα πρέπει να ήταν η πρώτη πηγή γαιών για την Εκκλησία, προτού καν γίνει επίσημη θρησκεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και αποτελεί την ουσιαστική πηγή νέων γαιών ακόμη και σήμερα. Ομολογουμένως υπάρχουν ενστάσεις για τον τρόπο απόκτησης (π.χ. υπάρχουν συχνές κατηγορίες για εκμετάλλευση ηλικιωμένων σε εκκλησιαστικούς οίκους ευγηρίας) αλλά δεν νομίζω να υπάρχουν αντιρρήσεις ως προς την εν γένει νομιμότητα αυτού του είδους συναλλαγής. Σε αυτή την κατηγορία ενδεχομένως να μπορούμε να βάλουμε και την περιουσία εκείνων που αποφασίζουν να γίνουν μοναχοί και μεταβιβάζουν οικειοθελώς την περιουσία τους στην εκάστοτε μονή (αν και εδώ υπάρχουν συχνά-πυκνά κατηγορίες για ψυχολογική εκμετάλλευση κ.λπ.). Οι συναλλαγές πάντως αυτές είναι εν γένει νόμιμες, όπως είπαμε.

Τέλος, ως νομικό πρόσωπο η Εκκλησία ήταν ανέκαθεν και είναι σε θέση να συναλλάσσεται οικονομικά με ιδιώτες για την πώληση, αγορά και ενοικίαση οικοπέδων και αγροτεμαχίων και εν γένει να εκμεταλλεύεται την περιουσία της.

Αυτά τα ολίγα για τις πηγές της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ας περάσουμε τώρα στο ψητό και ξεκινάμε με την ιστορία των δημεύσεων της εκκλησιαστικής περιουσίας από το Δημόσιο.



Ν.Δ.327/1947 αρ.2§3.

Η ιστορία του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους ξεκινά το 1827 με την αναγνώριση της Ελληνικής Πολιτείας από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την περίοδο διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά σοβαρές παρεμβάσεις στα εκκλησιαστικά δεν έγιναν παρά μόνο μετά την έλευση του Όθωνα και της βαυαρικής Αντιβασιλείας το 1833.

Ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική περιουσία πάντως υπήρχε πριν καν ο Όθωνας πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα. Έτσι, για παράδειγμα, στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους, στο 11ο ψήφισμα (σελ.126-127) διαβάζουμε:

Γ΄. Ἡ Κυβέρνησις θέλει συστήσει γαζοφυλάκιον ὑπὸ τὴν ἰδίαν τῆς ἄμεσον διεύθυσιν, εἰς τὸ ὁποῖον θέλει ἀποτίθεσθαι ἀπὸ τῶν κληροδωσιὼν καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ἱερῶν καταστημάτων συλλεγόμενα χρήματα (Ἄρθ.ἃ΄ καὶ β΄) προσδιωρισμένα εἰς βελτίωσιν τοῦ ἱερατείου, εἰς προικισμὸν τοῦ Ὀρφανοτροφείου, εἰς ὑποστήριξιν τῶν ἀλληλοδιδακτικῶν σχολείοων, σχολείων τυπικῶν, σχολείων ἀνωτέρας τάξεως διὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς πολιτικούς, ἢ διὰ τοὺς ἀφιερωθησόμενους εἰς τὴν σπουδὴν τῶν τε ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καὶ τῆς φιλολογίας, καὶ εἰς σύστασιν δημοσίων τυπογραφιών.

Η βασική λογική είναι όμοια με εκείνη του Εκκλησιαστικού Ταμείου, αλλά ο Όθωνας είχε μια κάπως διαφορετική άποψη ως προς την εφαρμογή των αποφασισθέντων αυτών.


Η Βασιλεία του Όθωνα

Η βασιλεία του Όθωνα σηματοδοτεί την απαρχή του σύγχρονου Ελληνικού κράτους και της πονεμένης σχέσης που θα είχε με την Εκκλησία. Είναι βέβαιο πως ο Όθωνας και οι σύμβουλοί του είχαν υπ’ όψιν τους τόσο τη μεγάλη περιουσία που διέθετε η Εκκλησία στο νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο και της δύναμης που κατείχε, τόσο σε πνευματικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν, που μια από τις πρώτες κινήσεις που έκανε ήταν να επιτεθεί στη μοναστηριακή περιουσία. Παράλληλα δημιουργήθηκε ένα 5μελές εκκλησιαστικό συμβούλιο διορισμένο από την ίδια την Αντιβασιλεία και δρομολογήθηκε η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Τα ΦΕΚ από εκείνη την περίοδο είναι ιδιαίτερα φειδωλά και δεν περιλαμβάνουν όπως σήμερα όλες τις νομοθετικές πράξεις, οπότε η δυνατότητα ελέγχου των στοιχείων είναι περιορισμένη. Πλούσια ιστορικά στοιχεία περιλαμβάνει το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο “Ορθοδοξία και Δύση στη Σύγχρονη Ελλάδα” του Χρήστου Γιανναρά και αν αγνοήσει κανείς την φορτισμένη γλώσσα του κειμένου, δεν έχω βρει σοβαρή αντίρρηση στα απολύτως βασικά ιστορικά γεγονότα.

Θεόκλητος Φαρμακίδης
Γραμματέας της πρώτης Ιεράς Συνόδου και θιασώτης της αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας

Στο ΦΕΚ 11/31.03.1833 διατάσσεται η ίδρυση Εκκλησιαστικού Συμβουλίου για την οργάνωση της νεοσύστατης Εκκλησίας της Ελλάδος, με γνωστότερο μέλος της τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, που ήταν και Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Το ΦΕΚ 14/13.04.1833 ιδρύει πρακτικά το Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (ως Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως) και ορίζει τις αρμοδιότητές του.

Μετά την οργάνωση του θεσμικού πλαισίου, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ξεκίνησε απογραφή της μοναστηριακής κατάστασης της χώρας. Την 25.09.1833 η Αντιβασιλεία έβγαλε βασιλικό διάταγμα που όριζε το κλείσιμο των πρακτικά εγκαταλελειμμένων μονών, βάσει καταλόγου που είχε δημιουργήσει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο. Το διάταγμα δεν είναι δημοσιευμένο σε ΦΕΚ, αλλά το βρήκα σε ιστοσελίδα. Πλούσιο παράρτημα με έγγραφα της εποχής υπάρχει και στο βιβλίο “Τα μοναστήρια της Ελλάδος” του Σ. Κοκκίνη.

Βασιλικό Διάταγμα
25.09.1833


OΘΩΝ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ἐπί τή προτάσει τοῦ ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Παιδείας Γραμματέως Ἡμῶν 28 Αὐγούστου (9 7μβρίου) 1833, περί φορολογίας καί μισθώσεως τῶν μοναστηριακῶν, διατάττομεν.

Α΄. Κατά τήν ἀναφοράν τῆς Συνόδου, ὅλα τά ἐγκαταλελειμμένα ἤδη καί ἔρημα μοναστήρια καί μοναστηριακά κτήματα θέλουν εἰσοδεύεσθαι ἀπό τοῦ νῦν διά τῶν Γενικῶν Ἐφόρων εἰς λογαριασμόν τοῦ δημοσίου καί πρός τήν σκοπουμένην βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Παιδείας.

Β΄. Ὑπό τήν αὐτήν κατηγορίαν ὑπάγονται καί τά ἐν τῷ ὑπό γράμμα Β καταλόγῳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου σημειούμενα μοναστήρια, ἐν οἶς ὀλίγοι τινές μονάζουν ἀκόμη καί νῦν, ὄχι πλέον τῶν 6 μοναχῶν, ἀφοῦ οὗτοι μετατεθῶσιν εἰς ἄλλα μοναστήρια.

Γ΄. Πρός τοῦτο θέλουν προσκληθῇ οἱ Νομάρχαι νά ἀναφέρωσιν εἰς ποιόν τῶν διατηρουμένων μοναστηρίων ἐπιθυμοῦν νά μετατεθοῦν οἱ μοναχοί οὗτοι, κατά τήν ἀναφοράν τούτων ἡ Γραμματεία συνεννοηθεῖσα μετά τῆς Συνόδου, θέλει ἐνεργήσει, ὅσον ἔνεστι τάχιον καί καταλληλότερον, τήν ποθουμένην ἑνός ἑκάστου μετάθεσιν.

Δ΄. Ὅλων τούτων τῶν μοναστηριακῶν (κτημάτων) καί τῶν αὐτοῖς προσανηκόντων δικαιωμάτων καί κινητῶν θέλουν ἐκτεθῇ καί διευθυνθῇ εἰς τήν Γραμματείαν ἀκριβεῖς περιγραφικοί κατάλογοι μετά περιληπτικῶν ἀναφορῶν περί τῆς ἐπωφελεστέρας χρήσεως τῶν, ἀλλ’ ἄνευ τινός ἀναβολῆς πρέπει νά διαταχθῆ ἡ ἀπόπειρα τῆς ἐπί ὠρισμένῳ χρόνῳ μισθώσεως περί τήν διαρρήδην ἐπιφύλαξιν τοῦ δικαιώματος τῆς ἀνωτάτης ἐγκρίσεως, πρός ἐπιτυχίαν τῆς ὁποίας πρέπει νά τεθῶσιν ὑπ’ ὄψιν αἱ ἀπό τούς ὑπαλλήλους Ἀρχάς γενόμεναι διαπραγματεύσεις.

Ε΄. Αἱ περί τῆς μισθώσεως αὐτῆς συνθέσεις θέλουν ἀφεθῇ κατ’ ἀνάγκην εἰς τάς ἐξωτερικᾶς Ἀρχάς (τούς Νομάρχας), ἐπειδή οὔτε τό ποσόν καί ποιόν τῶν πραγμάτων τούτων, οὔτε αἱ τοπικαί σχέσεις εἰν’ ἀκριβῶς γνωστά, οὐδ’ ἐκ τῶν προκειμένων πρακτικῶν δυνατόν νά ἐξακριβωθοῦν· ἀλλ’ ἐν τούτοις δέν πρέπει νά παραμεληθῇ ἡ διά σχετικῶν ἀξιοχρέων ἐγγυήσεων ἐκ μέρους τῶν μισθωτῶν ἐξασφάλισις τοῦ δημοσίου, καθ’ ὅσον οἱ μισθωταί οὗτοι δέν εἶναι ἱκανῶς γνωστά, μ’ ὅλα τά δικανικά χαρακτηριστικά ἐφοδιασμένα, ὑποκείμενα.

ΣΤ΄. Ὡς πρός τήν μίσθωσιν τῶν μοναστηρίων (ὑπό ἀριθ. 2), ἐν οἶς μονάζουσι κατά τό παρόν ὀλίγοι τινές ἀκόμη μοναχοί, θέλουν προτιμηθῆ αὐτοί τοῦτοι ὡς μισθωταί, καί ἀφεθῆ ὡς τοιοῦτοι εἰς τήν κάρπωσιν τῶν μοναστηριακῶν, ἐάν τυχόν δέν προκρίνουν, ὡς ἀνωτέρω ἐρρέθη, νά μεταβῶσιν εἰς ἀλλά διατηρητέα μοναστήρια…

Ζ΄. Ὅλων τούτων τῶν προϊόντων (φόρων) ἡ εἴσπραξις θέλει ἀφεθῇ καταλλήλως εἰς τούς Νομάρχας δί’ ὧν θέλουν ἀποστέλλεσθαι εἰς τό ταμεῖον τῆς Ἐπικρατείας, τό ὁποῖον θέλη κρατεῖ ἰδιαίτερον περί τούτου λογαριασμόν

Θ΄. Ἡ διαχείρισις τῶν πρός βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί σχολείων προσδιορισμένων τούτων εἰσοδημάτων ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τήν Ἡμετέραν ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Παιδείας Γραμματείαν.

Ἐν Ναυπλίῳ τῇ 25 Σεπτεμβρίου (7 Ὀκτωβρίου) 1833
Ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως
Ἡ ἀντιβασιλεία
ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ, ΜΑΟΥΡΕΡ, ΕΪΔΕΚ

Στα τέλη του ιδίου έτους βγαίνει εγκύκλιος του Υπουργείου Εκκλησιαστικών για τη διαδικασία κλεισίματος των εγκαταλελειμμένων μοναστηριών και εκείνων με λιγότερο των έξι μοναχών.

Βάσει των πινάκων που κατάρτισε το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, στην επικράτεια βρέθηκαν 563 ανδρικά μοναστήρια με 3000 μοναχούς και 18 γυναικεία με 277 μοναχές*. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος σε εγκυκλοπαιδικό άρθρο αναφέρει πως τα ετήσια εισοδήματα των μοναστηριών ήταν 600.000 χρυσές δραχμές (Κοκκίνης, σελ.223). Με βάση την παρακάτω εγκύκλιο έκλεισαν τα 412 ανδρικά μοναστήρια.
* Δηλαδή 3277 μοναχοί σε πληθυσμό 750.000 κατοίκων.
Συγκριτικά ο Άθως σήμερα έχει περίπου 2000 μοναχούς.

Εγκύκλιος Υπουργείου Εκκλησιαστικών
19.12.1833


Πρός τὴν Ἱεράν Σύνοδον τοῦ Βασιλείου.

Κατὰ συνέπειάν τοῦ ἀπὸ 25 Σεπτεμβρίου (7 Ὀκτωβρίου) Βάσ. Διατάγματος, βάσιν ἔχοντος τὴν ὑπ’ ἀριθμὸν 23 καὶ ἀπὸ 19 Αὐγούστου ἀναφορὰν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὰ μὲν ἐντελῶς ἐρειπωμένα, ἢ ἔχοντα ὀλιγώτερους τῶν ἓξ μοναχοὺς μοναστήρια τοῦ Κράτους, μετὰ τῶν ἀνηκόντων εἰς αὐτὰ κινητῶν καὶ ἀκινήτων κτημάτων παραλαμβάνονται ἤδη παρὰ τῶν κατὰ τόπους Νομαρχῶν εἰς λογαριασμὸν τῆς Ἐπικρατείας, ἀφ’ οὗ προηγουμένως οἱ ἐν αὐτοῖς διαμένοντες ἤδη μοναχοὶ μετατεθῶσιν εἰς ὁποῖον τῶν ἐπεκεῖνα τῶν ἓξ μοναχῶν περιεχόντων μοναστηρίων προαιρεθῶσιν οἱ ἴδιοι· τὰ δὲ περισσοτέρούς του ἀριθμοῦ τούτου περιέχονται μοναχοὺς διατηροῦνται μέν, θέλουν πληρώνει δὲ πρὸς τὸ πάρον καὶ μέχρι δευτέρας ἀποφάσεως διπλοδέκατον, τοῦ ὁποίου τὸ ἥμισυ θὰ χρησιμεύση πρὸς τὸν προκείμενον σκοπὸν τῆς βελτιώσεως τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Ἐκπαιδεύσεως.

Ἐπὶ τούτῳ προσεκλήθησαν ἤδη οἱ Νομάρχαι νὰ φροντίσωσι, συνεννοούμενοι μετὰ τῶν γενικῶν ἐφόρων·

α΄) νὰ ἐκτεθῶσιν εἰς δημοπρασιὰν τὰ κτήματα τῶν εἰς τὴν πρώτην κατηγορίαν ἀναγομένων μοναστηρίων, προτιμεμένων τῶν ἐν αὐτοῖς διαμενόντων μοναχῶν, ἂν οὔτοι προκρίνωσι νὰ διαμείνωσιν εἰς τὰ μοναστήρια ταῦτα ὡς ἐνοικιασταί, παρέχοντες ἀξιόχρεον ἐγγυησιν·

β΄) τὰ ἱερὰ σκεύη, βιβλία καὶ κειμήλια τῶν μοναστηρίων τούτων, εἰ μὲν ἀναχωρήσωσιν οἱ μοναχοί, νὰ παρακατεθῶσιν μέχρι δευτέρας διαταγῆς εἰς τὴν ἐπισκοπὴν τοῦ τόπου, ὑπὸ τὴν ἐπιστασίαν καὶ εὐθύνην τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῆς τοπικῆς δημογεροντίας· εἰ δὲ διαμείνωσιν ὡς ἐνοικιασταὶ εἰς τὰ μοναστήρια, νὰ κρατήσωσι μὲν οἱ ἴδιοι πρὸς χρῆσιν τοῦ Μοναστηρίου, νὰ ὑποχρεωθοὺν δὲ περὶ τῆς διατηρήσεως ἐγγράφως καὶ ἐχεγγύως πρὸς τὸν κατὰ τὸν τόπον Ἐπισκοπον·

γ΄) τὰ κλειδία τῶν ἐγκαταλειφθησομένων μοναστηρίων νὰ δοθῶσιν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, διὰ νὰ ἀναθέση τὴν ὑπηρεσίαν τῶν ἐν αὐτοῖς ἱερῶν ναῶν εἰς ὁποῖον τῶν πλησιεστέρων ἐφημερίων ἐγκρίνῃ, ὑποχρεούμενον νὰ ἱερουργὴ ἐν αὐτῷ ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος, ἢ τοῦ μηνός, καὶ νὰ φροντίζῃ περὶ τῆς εὐκοσμίας καὶ τῆς καθαριότητος τοῦ ναοῦ κὰ τῶν ἐν αὐτῷ, καρπούμενος καὶ τὴν ἀπ’ αὐτοῦ πρόσοδον, ἢ μισθοδοτούμενος ἀναλόγως παρὰ τοῦ Νομαρχείου κατὰ λειτουργίαν […]

Ἐν Ναυπλίῳ τῇ 19 Δεκεμβρίου 1833
Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας
Κ.Δ. Σχινᾶς

Το επόμενο έτος ανακοινώνεται αντίστοιχη νομοθεσία για τα γυναικεία μοναστήρια, αλλά με πολύ αυστηρότερες διαταγές. Τα γυναικεία μοναστήρια μειώθηκαν από 18 σε 3 (ένα σε κάθε διαμέρισμα της χώρας, Πελοπόννησο, Στερεά και Κυκλάδες), ενώ δόθηκε η δυνατότητα σε όλες οι μοναχές κάτω των 40 ετών να αποσχηματισθούν, εκτός κι αν ο Επίσκοπος έκρινε πως είχε ιδιαίτερη κλίση προς το μοναχισμό. Πάντως ο εξ Οικονόμων καταφέρει την κατηγορία πως οι μεγάλες αποστάσεις στα νέα μοναστήρια αποθάρρυναν πολλές μοναχές.

Συνεχίστε εδώ (συγχωρώντας τα τυπογραφικά λάθη που θα βρείτε στο -εκτεταμένο- άρθρο).

 
S+G-0.jpg

Player για Android

Android Player

Απο το κινητό σας πάτε στο: ρυθμίσεις -> ασφάλεια -> και ενεργοποιήστε την εγκατάσταση εφαρμογών απο άγνωστες πηγές. Με μία εφαρμογή QR Code Reader σκανάρετε την παραπάνω εικόνα ή πατήστε εδώ.

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση



Created by LiquidMinds | Powered by FRIKTORIA | Valid XHTML | Valid CSS.