Χαλεπάς: Ο μεγαλοφυής τρελός της γλυπτικής
Με την πένα του ο Σολωμός και με τη σμίλη του ο Χαλεπάς, κατάφεραν να σηματοδοτήσουν μια νέα αρχή που έλκει την καταγωγή της από την αρχαιότητα, τρανή απόδειξη της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού.
Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Ο Σολωμός και ο Χαλεπάς υπήρξαν οι δυο πρώτες προσωπικότητες του ελληνισμού που με το έργο τους έθεσαν τα θεμέλια της δραματικά αδιαμόρφωτης ακόμα φυσιογνωμίας του νεοσύστατου κρατιδίου. Κι οι δυο κατάφεραν να συνδέσουν αριστοτεχνικά τη χώρα με το ένδοξο παρελθόν της, πράγμα που υπήρξε πρωταρχική εθνική μέριμνα. Με την πένα του ο Σολωμός και με τη σμίλη του ο Χαλεπάς, κατάφεραν να σηματοδοτήσουν μια νέα αρχή που έλκει την καταγωγή της από την αρχαιότητα, τρανή απόδειξη της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού. Κάτι που, δυστυχώς, το κρατίδιο δεν μπορούσε να αξιοποιήσει ως πρώτη ύλη για την αναγέννησή του στη σύγχρονη Ιστορία.
Το μέγεθος του καλλιτέχνη Χαλεπά, τον οποίο έτσι κι αλλιώς βάραινε μια κακιά διά βίου μοίρα, δεν μπόρεσε να βολευτεί στα στενά πνευματικά πλαίσια της εποχής του. Όχι ότι δεν υπήρξαν σύγχρονοί του – ως μονάδες αλλά και με θεσμικό ρόλο – που δεν μερίμνησαν για τον άνθρωπο και το έργο, ωστόσο οι πραγματικές δυνατότητες της χώρας μάλλον αδίκησαν αυτόν τον μοναδικό γλύπτη του νεότερου κόσμου. Πριν από όλα, ο Χαλεπάς είχε να παλέψει με την προσωπική του μοίρα υπό το βάρος της ασυμμάζευτης καλλιτεχνικής του μεγαλοφυΐας, αυτός μόνος του, δίχως κανένα στήριγμα. Οι πραγματικές συνθήκες του βίου του αποδείχτηκαν ιδιαίτερα εχθρικές και ακατάλληλες προκειμένου να καταφέρει ο καλλιτέχνης να αφοσιωθεί απρόσκοπτα στο έργο του.
Η μυθιστορηματική ζωή του
Ο γλύπτης γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, σε ένα χωριό με μεγάλη παράδοση στην τέχνη του μαρμάρου. Έτσι, η κλίση του καλλιτέχνη βρήκε την πρώτη της ύλη με έτοιμο το σφυρί και το καλέμι που υπήρχαν στο σπίτι του πάτερα του Ιωάννη Χαλεπά, σημαντικού μαρμαροτεχνίτη, ο οποίος συντηρούσε ομόρρυθμη εταιρεία με συγγενείς γλύπτες από τη μεριά της γυναίκας του Ειρήνης, της μοιραίας για τον Χαλεπά γυναίκας, της γυναίκας που προσπάθησε να προστατεύει το παιδί της από την ίδια του τη μεγαλοφυΐα! Από τη μια, έχουμε ένα ιδανικό περιβάλλον, μέσα στο όποιο θα άρχιζε απρόσκοπτα να ξεδιπλώνεται το αστείρευτο ταλέντο του Γιαννούλη, κι από την άλλη, μια μάνα η οποία μετά την επιστροφή του στην Τήνο από το ψυχιατρείο της Κέρκυρας εγκληματούσε συστηματικά κατά της καλλιτεχνικής κλίσης του μεγαλύτερου Έλληνα γλύπτη των νεότερων χρόνων…
Μετά το δημοτικό, οι γονείς του τον στέλνουν στη γειτονική Σύρο, η οποία ήταν τότε το πιο σημαντικό πνευματικό κέντρο στην Ελλάδα. Εκεί, ο νεαρός Χαλεπάς ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του, έχοντας πάντα στο μυαλό του τη γλυπτική. Το 1869 βρίσκεται στην Αθήνα να σπουδάζει γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Στη διάρκεια των σπουδών του αρχίζει να γίνεται φανερή η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα. Τα έργα του, που ξεχωρίζουν ήδη, χτίζουν την καλλιτεχνική του φήμη. Κορυφαίο έργο της εποχής εκείνης είναι ένας «Σάτυρος», τον όποιο αγόρασε η Τράπεζα της Ελλάδος αρκετά χρόνια αργότερα, το 1937. Στη συνέχεια, ο Χαλεπάς ετοιμάζει τις βαλίτσες του για το Μόναχο, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελίστριας Τήνου.
Η φοίτησή του στην Ακαδημία του Μονάχου δίνει στον νεαρό Χαλεπά τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης και να βρεθεί σε ένα απαιτητικότερο καλλιτεχνικό περιβάλλον, απόλυτα αντάξιό του. Ήδη, πρωτοετής φοιτητής παίρνει την τολμηρή απόφαση να αναμετρηθεί σε έναν διαγωνισμό με ελληνικό θέμα λαμβάνοντας το πρώτο βραβείο μαζί με τρεις χιλιάδες μάρκα. Η συνέχεια των σπουδών του είναι εντυπωσιακή και οι συνεχείς βραβεύσεις του (το 1874 παίρνει το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας για το έργο του «Παραμύθι της Πεντάμορφης») επιβεβαιώνουν την ξεχωριστή του κλίση.
Μετά την αιφνίδια διακοπή της υποτροφίας του, ο Χαλεπάς επιστρέφει στην Αθήνα, σε ηλικία 24 ετών. Εκεί, αποκτά δικό του πλέον εργαστήριο και αρχίζει να εργάζεται ως γλύπτης. Περί το 1878, εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα τρέλας, τα οποία εντείνονται με την πάροδο των χρόνων, με αποτέλεσμα το 1888 να μεταφερθεί στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, στο οποίο μένει ώς το 1902, όποτε τον παίρνει η μητέρα του στην Τήνο. Έχοντας σχηματίσει την πεποίθηση ότι η αιτία της τρέλας του ήταν το πάθος του για τη γλυπτική, η μητέρα του αποφασίζει να… του απαγορεύσει την ενασχόληση με την τέχνη του! Ώς τον θάνατό της το 1916, ό,τι πρόπλασμα φτιάχνει ο Γιαννούλης το σπάει η μητέρα του…
Μετά τον θάνατό της, ο καλλιτέχνης έμεινε μόνος, ελεύθερος να ασχοληθεί εκ νέου με τη μεγάλη του αγάπη, αυτήν τη φορά, ωστόσο, μέσα στην απόλυτη ένδεια και υπό το στίγμα του τρελού… Όταν το 1925 οργανώθηκε μια έκθεση με τα νέα του έργα στην Αθήνα, ο ξεχασμένος Χαλεπάς ήρθε εκ νέου στην επικαιρότητα. Το 1930, έπειτα από την ευγενική πρωτοβουλία της ανιψιάς του, μετακομίζει στην Αθήνα και ζει εκεί τα υπόλοιπα χρόνια του βίου του, εργαζόμενος αδιάκοπα – ώς την τελευταία του πνοή, το 1938.
Το έργο του
Το έργο του Χαλεπά χωρίζεται σε τρεις περιόδους.
Η πρώτη καλλιτεχνική του περίοδος χρονολογείται από 1870 έως το 1878 και περιλαμβάνει τα νεανικά έργα του Χαλεπά. Η εποχή αυτή ολοκληρώνεται με τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κερκύρας. Στην περίοδο αυτήν περιλαμβάνεται το διασημότερο γλυπτό της Ιστορίας νεοελληνικής Τέχνης, η περίφημη «Κοιμωμένη», που βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Έργα εκείνης της περιόδου είναι «Ο Σάτυρος με τον Έρωτα», όπως επίσης και το «Κεφάλι Σατύρου» στην Εθνική Πινακοθήκη, καθώς και η «Μήδεια που φονεύει τα τέκνα της», έργο που δυστυχώς κατέστρεψε ο ίδιος. Στα έργα αυτά ξεχωρίζει η άψογη τεχνική, η ακαδημαϊκή αντίληψη όπως εκφράζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση των έργων μέσα από την ιδανική εκδοχή του κλασικισμού που διαπνέει τον 19ο αιώνα.
Η δεύτερη και μεγαλύτερη χρονικά περίοδος του έργου του ξεκινά το 1902, μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο και την εγκατάστασή του στην Τήνο, όπου έζησε και εργάστηκε υπό αντίξοες συνθήκες ώς το 1930. Τα υπόλοιπα οχτώ χρόνια της ζωής του ώς το 1938 που αφήνει την τελευταία του πνοή, συγκροτούν την τρίτη καλλιτεχνική περίοδο, αυτήν των Αθηνών.
Κοινή συνισταμένη των δυο τελευταίων καλλιτεχνικών περιόδων του καλλιτέχνη είναι το γεγονός ότι κανένα έργο του δεν ολοκληρώνεται στο μάρμαρο. Ό,τι σώζεται, είναι σε προπλάσματα σε πηλό, τα οποία μεταφέρθηκαν σε γύψο. Βασική πηγή από όπου αντλεί την έμπνευσή του είναι η αρχαία μυθολογία – όπως ακριβώς και των αρχαίων ομοτέχνων του!
Η περιπέτειά του με την τρέλα δεν αφήνει ανεπηρέαστο το έργο του. Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου, ο καλλιτέχνης απομακρύνεται από τη ρεαλιστική αποτύπωση και στρέφεται στη σκοτεινή εσωτερικότητα – η μορφή παραδίδει τη σκυτάλη στο νόημα. Βασικό του μέλημα ώς το τέλος του βίου του είναι η σύνθεση των θεματικών του αναζητήσεων μέσα από την εκφραστική λιτότητα.
«Το αστήρικτον άγαλμα στηρίζεται επί της γενικής ύλης του πηλού, διότι καταστρέφεται με την ανατομικήν οστεολογίαν» επισημαίνει σε ένα ιδιόχειρο σημείωμά του. Οι σχέσεις των όγκων και οι ιδανικές ισορροπίες γίνονται οι έμμονες ιδέες των αναζητήσεών του. Από αυτές τις δυο περιόδους του Χαλεπά έχει επίσης σωθεί μια σειρά σχεδίων που ιχνογραφούν ιδέες και εμπειρίες. Όσα μάλιστα ανήκουν στην τρίτη περίοδο μοιάζουν με σπαράγματα των θεμάτων εκείνων που κέντριζαν τον καλλιτέχνη να δημιουργήσει στο μάρμαρο. Στα ιχνογραφήματα αυτής της περιόδου βλέπουμε την τάση του γηραιού πλέον Χαλεπά να επιστρέφει στις θεματολογικές εμμονές των νεανικών του χρόνων.
Επίλογος
Ο τραγικός μυθιστορηματικός βιος του Χαλεπά επιβεβαιώνει τη μοίρα της μεγαλοφυΐας, αυτήν που θέλει τον ξεχωριστό άνθρωπο να βασανίζεται από την ίδια του την ύπαρξη. Η τέχνη του Χαλεπά από τα πρώτα της βήματα, τότε που με απαράμιλλη δεξιοτεχνική πιστότητα αναπαριστούσε τον κόσμο του ωραίου, έως τα έσχατα εκείνα όταν αναζητούσε με επιμονή την τελείωση μέσα από τις καλλιτεχνικές ανατροπές που εισήγαγαν τη νεωτερικότητα στην τέχνη του, τοποθετεί τον μεγάλο καλλιτέχνη – και την Ελλάδα μαζί – στην καλλιτεχνική πρωτοπορία της ευρωπαϊκής γλυπτικής!
πηγή |