Μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες προσωπικότητες τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, ποὺ κατὰ τὴν ὥριμη περίοδο τῆς ζωῆς του ἔδρασε στὴ Μαγνησία εἶναι ὁ Ἱεροψάλτης Γεώργιος Ψυχούλης ὁ Σίφνιος. Ἡ Ψαλτικὴ παράδοση τῆς περιοχῆς ἴσως νὰ ἦταν τελείως διαφορετική, ἂν δὲν εἶχε γίνει τὸ πέρασμα τοῦ Ψυχούλη ἀπὸ τὰ μέρη μας.
Ὁ σπουδαῖος αὐτὸς μελουργὸς θὰ μᾶς ἦταν τελείως ἄγνωστος, ἂν ὁ μαθητής του Κωνσταντῖνος Γαβρίνης, λογιστὴς καὶ Ἱεροψάλτης ἀπὸ τὴν Τσαγκαράδα, δὲν παρέδιδε ἕνα σαφέστατο βιογραφικὸ σημείωμα καὶ πολλὲς ἀκόμη σημειώσεις στὰ μουσικά του αὐτόγραφα Τετράδια:
"Ὁ μέγας οὗτος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς ζηλωτὴς καὶ διδάσκαλος ἐγεννήθη ἐν Σίφνῳ τῆ 10-8-1846. Ἀποδημήσας εἰς Κων/πολιν ζήλῳ κινούμενος πρὸς τελείαν ἐκμάθησιν τῆς Μουσικῆς προσελήφθη ὑπὸ τοῦ τότε Μεγ. Διδασκ. καὶ Πρωτοψ. Πατριαρχείων Γ. Ραιδεστηνού, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ δομέστικος. Μετ’ οὐ πολὺ διορίσθη Λαμπαδάριος καὶ Πρωτοψάλτης ἐν Κων/λει καὶ ἀλλαχοῦ, ὅπου μετέφερε καὶ διετήρη ματὰ τῶν ἀδελφῶν του ἐπιχείρηση καφεζυθοπωλείου καὶ θεάτρου. Ἐσχάτως καὶ δὴ κατὰ τὰ ἔτη 1900-1905 ἐγκατεστάθησαν καὶ ἐν Βόλῳ, ὅπου κακῃ τύχῃ ἔχασαν τὴν περιουσίαν των καὶ διεσκορπίσθησαν οἱ ἀδελφοί. Μόνος ὅμως ὁ Ψυχούλης, χάρη εἰς τὴν μουσικήν, διωρίσθη ἀμέσως Πρωτοψάλτης εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν Ἁγ. Κων/νου, παρ’ ὧ ἔδρασεν ἐπὶ 20 ἔτη περίπου καὶ δὴ μέχρι τοῦ 1924, ὁπότε ἀπεχώρησε λόγῳ γήρατος καὶ ἀσθενείας. Μετὰ ταῦτα ἔψαλλε προαιρετικῶς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Ἐπισκοπῆς Βόλου μέχρι τοῦ θανάτου του τῃ 25 Ἀπριλ. 1926 ἐπισυμβάντος ἐκ ψευδάνθρακος ἐπὶ τοῦ τραχήλου του. Ἀποθανῶν κατέλιπεν ἀνέκδοτα εἰς 2 τόμους Δοξαστικά, Χερουβικὰ κλπ μὲ ὑψίστην μουσικὴν τέχνην συντεταγμένα ἰδιοχείρως.
Ἐδίδαξε τὴν Ἐκκλ. Μουσικὴν καὶ ἔσχε πολλοὺς καλοὺς μαθητᾶς, ὧν ἔσχατος ὁ ὑποφαινόμενος, ὅστις πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ διδασκάλου μου τὸν βίον παραθέτω. Βόλος, τὴ 31 Μαΐου 1928. Κων. Γαβρίνης".
Ὁ Γεώργιος Ψυχούλης ἀναφέρεται ὡς ἐποπτεύων, μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη Κοντόπουλο, τῆς Α’ Σχολῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος, τὴν ὁποία ἵδρυσε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1923 ὁ τότε Μητροπολίτης Γερμανὸς μὲ διευθυντὴ τὸν Κωνσταντῖνο Κατσώλα. Ὅταν ἡ Σχολὴ ἔκλεισε λόγω οἰκονομικῶν δυσχερειῶν, ὁ Ψυχούλης συνέχισε νὰ παραδίδει ἰδιαίτερα μαθήματα στὸ σπίτι του ὡς τὴν 31η Μαρτίου 1926, ὁπότε -σύμφωνα μὲ τὸν Γαβρίνη- "ἀσθενήσας ὑπέκυψε μετ’ ὀλίγον εἰς τὸν θάνατον ἐν βαθεῖ γήρατι καὶ ἐν ἐσχάτῃ πενία".
Ἀπὸ τοὺς δύο τόμους τῶν αὐτογράφων τοῦ Ψυχούλη ἔχει ἐπισημανθεῖ μόνον ὁ Β΄, 300 καὶ πλέον σελίδων. Βρίσκεται στὴν κατοχὴ τοῦ Θεολόγου ἐκπαιδευτικοῦ Χαρίτωνος Σαχίνη. Τὸ χειρόγραφο εἶναι εὐκρινέστατο, εὐανάγνωστο τόσο στὰ γράμματα, ὅσο καὶ στοὺς μουσικοὺς φθόγγους καὶ τιτλοφορεῖται "Βυζαντινὴ Μοῦσα, περιέχουσα τὰ Δοξαστικὰ Ἑσπερινοῦ καὶ Αἴνων τῶν ἑορταζομένων ἁγίων, Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν, Τριωδίου τε καὶ Πεντηκοσταρίου, ὑπὸ Γεωργίου Ψυχούλη, Ἱεροψάλτου Πατριαρχικοῦ, Τόμος Β΄, Ἐν Βόλῳ τῆ 16 Μαΐου 1924". Τὰ ἐμπεριεχόμενα μέλη εἶναι ὅλα πραγματικὰ ἀνέκδοτα καὶ πρωτότυπα ἔργα τοῦ ἰδίου, ἐκτὸς μερικῶν ἐξαιρέσεων, τὰ ὁποία μιμοῦνται τὸ μελοποιητικὸ ὕφος τοῦ δασκάλου του Γεωργίου Ραιδεστινοῦ. Πρόκειται γιὰ ἀργοσύντομα μέλη τοῦ παλαιοῦ Στιχηραρικοῦ Γένους μελοποιίας, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν τὴ βαθύτατη θεωρητικὴ καὶ πρακτικὴ κατάρτιση τοῦ Ψυχούλη, καθὼς ἐπίσης τὴν αὐθεντικὴ παράδοση, ποὺ μετέφερε. Τὰ ἔργα του ἔχουν γνωρίσει σημαντικὴ ἀνθολόγηση στὰ αὐτόγραφα τῶν μεταγενεστέρων Μαγνήτων κωδικογράφων.
(Ἔρευνα - Κείμενα: Κων. Χ. Καραγκούνης)
|