Στημένη παρτίδα
Του Δημήτρη Καζάκη Οικονομολόγου - Αναλυτή
Κάποιοι έχουν ποντάρει πολλά στην ελληνική χρεοκοπία» φέρεται να δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών
κ. Παπακωνσταντίνου στη γαλλική «Liberation» (2.5). Και λέει όντως αλήθεια. Όχι, δεν παλαβώσαμε, απλώς, χωρίς να το θέλει, ο κ. υπουργός ομολογεί μια αλήθεια. Πράγματι, ισχυρά τραπεζικά και επιχειρηματικά συμφέροντα της ημεδαπής και της αλλοδαπής έχουν επενδύσει στην ελληνική χρεοκοπία. Μόνο που έχουν επενδύσει όχι στο να δουν άμεσα μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ούτε στο να γίνει επίσημη πτώχευση όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Αντίθετα, επιδιώκουν με κάθε μέσο και τρόπο τη μεγαλύτερη δυνατή επιμήκυνση της τωρινής κατάστασης. Τα κέρδη τους δεν προέρχονται από τη μια κι έξω πτώχευση της Ελλάδας, αλλά από τη συνέχιση της τωρινής πορείας όσο το δυνατόν περισσότερο.
Ο λόγος είναι απλός. Η ύφεση έχει περιορίσει δραστικά τις δυνατότητες κέρδους στις χρηματαγορές, που αποτελούν εδώ και χρόνια τη λοκομοτίβα της παγκόσμιας οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον περασμένο Μάρτιο, ενώ η κεφαλαιοποίηση στα χρηματιστήρια αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 17,8% σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των μετοχών που μπήκαν σε διαπραγμάτευση αυξήθηκε μόλις κατά 2,6% και ο συνολικός αριθμός των καταχωρισμένων επιχειρήσεων αυξήθηκε ακόμη λιγότερο, δηλαδή κατά 1,4%.
Έτσι έχουμε μια οικονομία που προσπαθεί να κινηθεί με συγκεντρωμένα κεφάλαια σε αναλογικά πολύ λιγότερες εταιρείες και μετοχές σε μια παγκόσμια οικονομία όπου τα μερίδια αγορών συνεχίζουν να συστέλλονται. Έτσι προέκυψε αυτή η δυσανάλογη εκτίναξη της κεφαλαιοποίησης.
Οι χρηματαγορές αδυνατούν να επεκταθούν μέσα από νέες εταιρείες, νέες μετοχές, νέα προϊόντα, νέα ραγδαία πιστωτική επέκταση. Σε συνθήκες λοιπόν όπου οι χρηματαγορές αυτές δεν προσφέρουν νέες ευκαιρίες μέσα από μια πραγματική επέκταση της βάσης αναφοράς τους, τότε τι απομένει για τις τράπεζες και τους επενδυτές που έχουν συγκεντρωμένα στα χέρια τους τον κύριο όγκο των κεφαλαίων διεθνώς; Η ένταση της κερδοσκοπίας με τις διαδικασίες χρεοκοπίας, καταστροφής και απαξίωσης των οικονομιών.
Αυτή είναι η στρατηγική που έχει επιλέξει το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο για την άνοδο της κερδοφορίας του στις συνθήκες της παρατεταμένης ύφεσης που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία. Φυσικά με την αμέριστη συμπαράσταση των κυβερνήσεων και των οργανισμών της «παγκόσμιας διακυβέρνησης», όπως είναι το ΔΝΤ και η Ε.Ε.
Όχι, δεν θέλουν την άμεση χρεοκοπία των προβληματικών οικονομιών. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ποντάρουν όλα τους τα λεφτά σε μία μόνο κίνηση, ότι πολύ απλά ζητούν τα ρέστα τους, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του τζόγου.
Υπέρ κερδοσκόπων
Όμως η παρτίδα είναι ακόμη στη μέση της. Μας το διαβεβαιώνει ο ίδιος ο κ. Παπακωνσταντίνου στη συνέντευξή του στη «Liberation». «Βρισκόμαστε στη μέση του τούνελ - πολύ μακριά για να δούμε από πού ξεκινήσαμε, πράγμα που σημαίνει ότι πολλές φορές ξεχνάμε ότι γλιτώσαμε παρά λίγο τη χρεοκοπία - και πολύ μακριά από την έξοδο για να μπορούμε να δούμε φως» είπε χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, η παρτίδα του τζόγου με τη χρεοκοπία της Ελλάδας έχει ακόμη αρκετές μοιρασιές έως το τέλος.
Ο έξυπνος επενδυτής κεφαλαίου, ιδίως εκείνος με τις κατάλληλες πολιτικές διασυνδέσεις, δεν ποντάρει ποτέ σε μια κίνηση. Εκτός αν δεν έχει άλλη επιλογή. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να υπάρχουν οικονομίες σε κατάσταση χρεοκοπίας επ' αόριστον. Όσο οι οικονομίες αυτές συντηρούνται στον αφρό από μηχανισμούς χρηματοδοτικής στήριξης, τόσο μεγαλύτερες ευκαιρίες διαθέτει για κερδοσκοπία με την κατάστασή τους.
Η διαχείριση του χρέους είναι πολύ πιο προσοδοφόρα από την εξόφληση του χρέους. Φανταστείτε για λίγο ότι ήσασταν ένας από τους βασικούς κατόχους των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Τι θα σας συνέφερε καλύτερα; Να περιμένετε να εξοφλήσετε τους τίτλους που κατέχετε στην ημερομηνία λήξης τους, προσδοκώντας μόνο το επιτοκιακό κέρδος τους, ή να παίξετε τους τίτλους σας σε διάφορα παιχνίδια κερδοσκοπίας στη δευτερογενή αγορά και, αφού σας αποφέρουν τα διπλά και τρίδιπλα, τότε να τα καταθέσετε για εξόφληση; Φαντάζομαι ότι πολύ λίγοι θα επέλεγαν την πρώτη λύση.
Έτσι συμβαίνει και με τη χρεοκοπία της Ελλάδας. Οι τράπεζες και οι επενδυτές που κατέχουν τον κύριο όγκο των κρατικών τίτλων χρέους, γνωρίζουν πολύ καλά ότι, αν η χώρα οδηγηθεί μεμιάς σε επίσημη πτώχευση, τα κέρδη τους θα είναι περιορισμένα και αμφίβολα.
Επομένως αυτό που τους συμφέρει είναι να κρατήσουν τη χώρα στον αφρό για όσο μπορούν και τους επιτρέπει η γενικότερη κατάσταση της ευρωζώνης, ώστε να κερδοσκοπήσουν με κάθε διαθέσιμο τρόπο. Κι όταν εξαντλήσουν κάθε περιθώριο κερδοσκοπίας, τότε μόνο θα επιτρέψουν στη χώρα να βουλιάξει στην άβυσσο της επίσημης πτώχευσης. Αφού, όμως, πρώτα έχουν εξασφαλίσει την εκποίησή της και την προστασία των ομολόγων τους από αυθαίρετες περικοπές (κουρέματα) και αναδιαρθρώσεις.
Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ο κ. Παπακωνσταντίνου επιμένει για μια ακόμη φορά στη «Liberation» ότι «δεν πρέπει να υπάρξει κούρεμα, δεν πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωση». Με τις δηλώσεις του, ο υπουργός επιδιώκει να διαβεβαιώσει όλους αυτούς που κερδοσκοπούν ασύστολα με τη συνεχιζόμενη χρεοκοπία της χώρας ότι στο τέλος της ημέρας δεν πρόκειται να υπάρξει αναδιάρθρωση του χρέους που θα πλήξει τα συμφέροντά τους.
Γι' αυτό και ζητά, για μια ακόμη φορά, αυτό που επιθυμούν διακαώς οι ίδιοι οι κερδοσκόποι, την επιμήκυνση του χρέους με αρχή τα 110 δισ. ευρώ της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης του μηχανισμού της τρόικας. Και βλέπουμε. Όσο επιμηκύνεται η κατάσταση χρεοκοπίας της χώρας τόσο μεγαλύτερα κέρδη προσδοκούν από τα παιχνίδια στις αγορές ομολόγων και από την εκποίηση της χώρας.
Η χαρά του «σορτάκια»
Μια από τις διαδεδομένες πρακτικές κερδοσκοπίας με ελληνικά ομόλογα τους τελευταίους μήνες είναι η «ανοιχτή πώληση». Η «ανοιχτή πώληση» (short selling) είναι μια τακτική πολύ γνωστή σε όσους ξέρουν τη χρηματαγορά. Σημαίνει να στοιχηματίζεις ενάντια σε ένα περιουσιακό στοιχείο με δανεικά χρήματα, με την προσδοκία να κερδίσεις όταν η αξία του πάρει την κάτω βόλτα. Ένας κερδοσκόπος μπορεί να «πουλήσει ανοιχτά» με το να δανειστεί το χρέος ενός κράτους σαν της Ελλάδας στην τρέχουσα τιμή του, με την ελπίδα να το πουλήσει αργότερα σε χαμηλότερη τιμή και να τσεπώσει τη διαφορά. Για παράδειγμα: Την 1η Ιανουαρίου 2010 εκτιμώ ότι τα ελληνικά διετή ομόλογα θα πάρουν την κάτω βόλτα τους αμέσως επόμενους μήνες. Πάω σε μια τράπεζα όπως η Goldman Sachs ή η Deutsche Βank και δανείζομαι για έξι μήνες, στην ονομαστική τους αξία, 10 εκατ. ευρώ από το διετές ομόλογο του 2013 της ελληνικής κυβέρνησης, το οποίο εκείνη τη στιγμή πωλείται στη δευτερογενή αγορά στα 0,91 ευρώ. Για το δάνειο αυτό θα πρέπει να πληρώσω στην τράπεζα το επιτόκιο που προσδοκά να εισπράξει από το ομόλογο - αν το επιτόκιο είναι γύρω στα 5% ετησίως, τότε για την περίοδο του δανείου αντιστοιχεί περίπου στο 2,5% ή 250.000 ευρώ.
Αμέσως πηγαίνω και πουλάω το ομόλογο στην αγορά για 0,91 ευρώ και έτσι παίρνω 9,1 εκατ. ευρώ (0,91 ευρώ x 10 εκατ. ευρώ σε ονομαστική τιμή). Η πρόβλεψή μου επαληθεύεται τον Μάιο, με την ονομαστική τιμή του διετούς ομολόγου να χάνει γύρω στο 26% της ονομαστικής αξίας του. Τότε αγοράζω ξανά το ομόλογο σε τιμή 0,67 ευρώ και πληρώνω 6,7 εκατ. ευρώ. Επιστρέφω το ομόλογο που έχω δανειστεί από την τράπεζα και της καταβάλλω επιπλέον τον τόκο των 250.000 ευρώ.
Το κέρδος μου επειδή εκτίμησα σωστά την κατάσταση ήταν επομένως 2,15 εκατ. ευρώ - τα 9,1 εκατ. ευρώ που πήρα πουλώντας τα ομόλογα όταν τα δανείστηκα την 1η Ιανουαρίου, μείον τα 6,7 εκατ. ευρώ που έπρεπε να πληρώσω για την επαναγορά τους, μείον τις 250.000 ευρώ τόκο που έπρεπε να πληρώσω στην τράπεζα για το εξάμηνο δάνειο.
Κέρδος από το μηδέν
Να ένας τρόπος να κερδίζει κανείς από το μηδέν, χωρίς να έχει στην κατοχή του ούτε καν τα ομόλογα με τα οποία κερδοσκοπεί. Φυσικά το να πείσει κάποιος την τράπεζα να του δανείσει ομόλογα μιας κάποιας αξίας για να τα «σορτάρει» στη δευτερογενή αγορά, δεν είναι ένα απλό ζήτημα. Ούτε μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε. Θα πρέπει να έχει την απαραίτητη επιφάνεια και τις ευκόλως εννοούμενες διασυνδέσεις.
Όπως μπορεί καταλάβει ο καθένας, η τράπεζα, δηλαδή αυτός που δανείζει, είναι ο μόνος που σίγουρα δεν χάνει. Αντίθετα, κερδίζει επιπλέον τόκους από αυτή τη διαχείριση των ομολόγων της. Γι' αυτό οι μεγάλες τράπεζες, που κατέχουν τον κύριο όγκο των ελληνικών ομολόγων, ενισχύουν με κάθε τρόπο αυτού του τύπου την κερδοσκοπία. Έτσι κατορθώνουν να κερδίζουν χωρίς να είναι αναγκασμένες να ξεφορτωθούν τα ομόλογα που διαθέτουν κοψοχρονιά. Κι επιπλέον προσδοκούν ότι σε μια τελική αναδιάρθρωση χρέους, όταν κριθεί αναγκαίο και αναπόφευκτο, θα έχουν διασφαλίσει μεγάλες ανταποδόσεις από την εκποίηση της χώρας, ακόμη κι αν υποστούν σημαντικό «κούρεμα».
Φανταστείτε, όμως, ότι στην προσπάθεια να «σορτάρει» κάποιος τα ομόλογα έχει τις απαραίτητες πολιτικές διασυνδέσεις ώστε να εξασφαλίσει δηλώσεις και κινήσεις που θα πυροδοτήσουν ένα σπιράλ καθόδου των τιμών για τους συγκεκριμένους τίτλους.
♦ Είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Σόιμπλε πυροδότησε τον θόρυβο για την επικείμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με δηλώσεις του στις 14.4;
♦ Είναι τυχαίο ότι συντηρήθηκε αυτός ο θόρυβος από οικονομικούς συμβούλους και στελέχη της γερμανικής κυβέρνησης;
♦ Είναι τυχαίο που ακολούθησε ένας ολόκληρος βομβαρδισμός δηλώσεων, αναλύσεων, σχολίων, σεναρίων και αντιδηλώσεων σχετικά με την επικείμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους;
♦ Και είναι να απορεί κανείς: Γιατί το διετές ομόλογο έφτασε μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα σε απόδοση της τάξης του 26%;
Όχι βέβαια. Τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν τυχαία. Τραπεζίτες, επιχειρηματίες, επενδυτές και πολιτικοί έπαιξαν και κέρδισαν εκατομμύρια με το «σορτάρισμα» ελληνικών ομολόγων όλο αυτό το διάστημα. Επίκεντρο αυτής της κερδοσκοπίας ήταν πρωτίστως το διετές ελληνικό ομόλογο και δευτερευόντως το πενταετές.
Κυβέρνηση - μεσάζοντας των τοκογλύφων
Όμως οι επιθέσεις αυτές της κερδοσκοπίας δεν βρίσκονται σε διαρκή κλιμάκωση. Αν η επίθεση επιμείνει, οι κερδοσκόποι μπορούν να εξαναγκάσουν μια κυβέρνηση να χρεοκοπήσει. Όμως κάτι τέτοιο θα τους στερήσει τη δυνατότητα να επαναλάβουν την επιδρομή. Ο μόνος τρόπος για να έχουν οι κερδοσκόποι τη δυνατότητα να επιτίθενται ξανά και ξανά, χωρίς τον άμεσο κίνδυνο της επίσημης πτώχευσης του θύματός τους, είναι ένας: Η χώρα υπό χρεοκοπία να βρει τρόπο να χρηματοδοτήσει τις δανειακές της ανάγκες και να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο.
Μηχανισμός και «μηχανή»
Το ταμείο διάσωσης που δημιουργήθηκε πέρυσι από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να «διευκολύνει» χρηματοδοτικά την Ελλάδα και τα άλλα προβληματικά κράτη, όπως την Ιρλανδία και τώρα την Πορτογαλία, κάνει ακριβώς αυτό. Με την προϋπόθεση ότι οι χώρες αυτές εφαρμόζουν δραστικά προγράμματα λιτότητας, ώστε στην προσπάθειά τους να μειώσουν τα ελλείμματά τους σε σύντομο χρονικό διάστημα να εξοικονομήσουν περισσότερο χρήμα για τους τοκογλύφους και τους κερδοσκόπους. Κι έτσι ο μηχανισμός στήριξης για την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία δημιούργησε το ιδανικό περιβάλλον για απανωτές κερδοσκοπικές επιδρομές στα ομόλογα των υπό χρεοκοπία χωρών. Εκ του ασφαλούς. Εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι χώρες αυτές έχουν μπει υπό εκκαθάριση και βρίσκονται στο έλεος των δανειστών τους, ώστε, όταν έρθει η στιγμή να εξαργυρωθούν τα ομόλογα, να μην επωμιστούν σημαντικές ζημιές.
Φανταστείτε ακόμη ότι, στην προσπάθειά σας να «σορτάρετε» ελληνικά ομόλογα, έχετε αρωγό την ελληνική κυβέρνηση. Κι εκεί που εξαρτάστε από την κατάσταση της δευτερογενούς αγοράς, που ποτέ δεν είναι σίγουρη, έρχεται η κυβέρνηση μέσω του ΟΔΔΗΧ και σας αγοράζει το ομόλογο ή το έντοκο γραμμάτιο που θέλετε να «σορτάρετε» σε τιμή αρκετά υψηλότερη από την τιμή που βρίσκεται στην αγορά. Φαντασίες;
Ίσως. Δείτε όμως τι ομολόγησε ότι έκανε η κυβέρνηση μέσω του ΟΔΔΗΧ.
Τι τρέχει με τον ΟΔΔΗΧ;
Με αποφάσεις του υφυπουργού Οικονομικών Σαχινίδη, μέσα στον Φεβρουάριο έγιναν από τον ΟΔΔΗΧ επιλεκτικές επαναγορές κρατικών τίτλων χρέους συνολικής αξίας 2,3 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τη «Ναυτεμπορική» (2.5), «ελάχιστα έως ανύπαρκτα είναι τα οφέλη του Ελληνικού Δημοσίου από τις επαναγορές ομολόγων και εντόκων γραμματίων, που πραγματοποίησε ο ΟΔΔΗΧ από τα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου, δεδομένου ότι οι τιμές στις οποίες επαναγοράστηκαν κρατικοί τίτλοι είναι πάνω από το 97, όταν οι τιμές τους στη δευτερογενή αγορά κυμαίνονται στην ίδια περίοδο από το 50 έως το 75». Με άλλα λόγια, κάποιοι στην κυβέρνηση αποφάσισαν ότι έπρεπε να επαναγοράσουν τίτλους και μάλιστα όχι ανοιχτά με δημοπρασία, αλλά κρυφά και επιλεκτικά, σε τιμές πολύ υψηλότερες από ό,τι είχαν εκείνη τη στιγμή στη δευτερογενή αγορά. Αυτό φυσικά δεν απέφερε κανένα ουσιαστικό όφελος στο κράτος. Όμως έδωσε μια τεράστια πρόσθετη δυνατότητα κερδοσκοπίας σε ορισμένους εκλεκτούς με τις κατάλληλες διασυνδέσεις...
Στην υγειά σας, κορόιδα Έλληνες…
Φανταστείτε τώρα ότι είστε ένας επενδυτής, στενός φίλος της ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος ή, ακόμη καλύτερα, ένας από τους διαχειριστές αξιών του κυβερνώντος κόμματος ή, τέλος πάντων, κάποιος με χοντρές διασυνδέσεις και θέλετε να κερδίσετε «σορτάροντας» το τρίμηνο έντοκο γραμμάτιο του Δημοσίου που βρίσκεται στην κατοχή σας και λήγει στις 20.3.11 με ονομαστική αξία 1.000.000 ευρώ. Η τιμή του στη δευτερογενή είναι ήδη πολύ χαμηλή και είναι μάλλον δύσκολο να πέσει ακόμη χαμηλότερα σύντομα. Όμως μη φοβάστε. Έρχεται ο ΟΔΔΗΧ και σας αγοράζει στις 8.2.11 τον τίτλο σε τιμή 0,99 ευρώ, δηλαδή για 990.000 ευρώ. Τότε εσείς τρέχετε στη δευτερογενή αγορά και επαναγοράζετε τον συγκεκριμένο τίτλο για 750.000 ευρώ και τσεπώνετε την διαφορά των 240.000 ευρώ. Ταυτόχρονα κρατάτε και τον τίτλο, ο οποίος λήγει τον Μάρτιο, οπότε πάτε σαν κύριος και εισπράττετε επίσης το 1.000.000 ευρώ, που είναι η ονομαστική τιμή του τίτλου σας. Έτσι εκεί που ο κάτοχος αυτού του τίτλου θα περίμενε μια φυσιολογική απόδοση της τάξης των 45.000 ευρώ από το επιτόκιο, βρέθηκε τελικά να κάνει μια μπάζα της τάξης των 285.000 ευρώ. Φυσικά όλα αυτά μπορεί να είναι απλώς ένα σενάριο φαντασίας. Και να ισχύει αυτό που δήλωσε ο κ. Χριστοδούλου, διευθυντής του ΟΔΔΗΧ, ότι επρόκειτο για μια απλή «άσκηση ταμειακής διαχείρισης». Ποιος ξέρει; Σίγουρα όχι όλοι αυτοί που καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό. Εις υγείαν λοιπόν των κορόιδων, των γνωστών υποζυγίων, που θα κληθούν να καταθέσουν τον ιδρώτα τους, το εισόδημα και τη σύνταξή τους στο ταμείο των κερδοσκόπων και των τοκογλύφων, τους οποίους τόσο πολύ μάχονται η κυβέρνηση και η τρόικα.