ApurimacΕδώ και μια σχεδόν 25ετία οι APURIMAC κάνουν “ελληνικό λάτιν” - όπως δηλώνουν κι οι ίδιοι – και το κάνουν με έμπνευση, αγάπη και μεράκι, γι’ αυτό κι έχουν κερδίσει την εκτίμηση και την αγάπη του κοινού, αλλά και – ύστερα από τόσα χρόνια – και το στοίχημα του χρόνου. Ο τελευταίος τους δίσκος που κυκλοφόρησε: «Παράθυρα ανοιχτά», ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ, 2009
Έτσι δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω με το ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος, τον Αργεντινό Daniel Armando (Ντανιέλ Αρμάντο) ο οποίος, φυσικά, μιλάει άπταιστα ελληνικά! Αρχίσαμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι της κουβέντας μας από τον ερχομό του στην Ελλάδα και τη δημιουργία των APURIMAC, το 1983, περάσαμε στη δισκογραφία και τις σπουδαίες συνεργασίες τους, μιλήσαμε για τη λάτιν μουσική γενικότερα και τον πολιτικό λόγο της ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, για την αγάπη που έχουν σ’ αυτή τη μουσική οι Έλληνες, αλλά και για την χρησιμοποίησή της από τη μουσική βιομηχανία. Ο Ντανιέλ Αρμάντο μας είπε πως προέκυψε το όνομα APURIMAC και ποιος ήταν ο νονός τους, μας αποκάλυψε το μυστικό της μακροβιότητας του συγκροτήματος κι αναφέρθηκε στους τελευταίους ινδιάνους που έχουν μείνει στην Ελλάδα! Το σίγουρο πάντως είναι πως κουβεντιάσαμε με διάθεση “ανοιχτών παράθυρων”, ακριβώς σαν τη live διάθεση που έχει ο καινούριος δίσκος τους, τα «Παράθυρα ανοιχτά».
“Apurimac”, στην ινδιάνικη γλώσσα, σημαίνει «ο θεός του λόγου». Πως επιλέχτηκε το συγκεκριμένο όνομα, αλλά και πως αποφασίστηκε η δημιουργία του συγκροτήματος;
Daniel: Εγώ ήρθα στην Ελλάδα, μαζί μ’ ένα άλλο συγκρότημα, το 1983. Ήμασταν όλοι Λατινοαμερικάνοι και γυρνάγαμε, γενικά, στον κόσμο. Είχαμε ήδη γυρίσει, όταν φτάσαμε εδώ, όλη τη Λατινική Αμερική κι όλη την Ευρώπη. Εδώ όμως, στην Ελλάδα, για διάφορους λόγους, χωρίσαμε, ο καθένας πήρε το δρόμο του. Ο ένας πήγε στη Γερμανία, ο άλλος στην Ισπανία, ο άλλος στη Γαλλία, εγώ έμεινα εδώ στην Ελλάδα, γιατί είχα γνωρίσει κάποια παιδιά Έλληνες, που αγαπούσανε και παίζανε τη λάτιν μουσική. Μάλιστα, εκείνη την εποχή, περισσότερο απ’ όλα, παίζαμε ινδιάνικη μουσική, από τις Άνδεις δηλαδή. Και ξεκινήσαμε να παίζουμε μαζί, έτσι στα σπίτια μας, όχι για να κάνουμε πρόβες, αλλά για εμάς, για το κέφι μας. Ώσπου, μια μέρα, ήρθε ένα από τα παιδιά που παίζαμε μαζί και μας είπε, έκλεισα την πρώτη συναυλία μας! Και του είπαμε, τι συναυλία; Αφού δεν έχουμε συγκρότημα, δεν έχουμε πρόγραμμα, παίζουμε, έτσι, για μας. Ε, εντάξει, είπε, πρέπει να φτιάξουμε συγκρότημα και πρόγραμμα, γιατί έχω κλείσει την πρώτη συναυλία μας! Εκείνη την ημέρα, ήταν μαζί μας ένας φίλος, ο Γιάννης ο Νούτσος, που είχε τότε εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο με λατινοαμερικάνικη μουσική και μας πρότεινε το όνομα “APURIMAC”. Τον κοιτάξαμε όλοι, ρωτήσαμε τι σημαίνει, γιατί είναι ινδιάνικη λέξη και μας είπε, είναι “ο θεός του λόγου”. Αμέσως συμφωνήσαμε όλοι, μας φάνηκε πολύ ωραίο όνομα κι από τότε μας βάφτισε “APURIMAC”.
Είστε το μακροβιότερο συγκρότημα στην Ελλάδα, από το 1983, τη στιγμή που όλα τα συγκροτήματα – ακόμα και τα πιο δημοφιλή – έχουν οδηγηθεί στη διάλυση. Ποιο είναι το μυστικό της μακροβιότητάς σας; Daniel: Πιστεύω ότι το μυστικό που μας κρατάει τόσα χρόνια μαζί, είναι ότι ξεκινήσαμε σαν μια παρέα φίλων που μας άρεσε αυτή η μουσική. Απ’ την αρχή δεν το είδαμε εμπορικά, γιατί, μπορείς να φανταστείς, ότι, εκείνη την εποχή, η λάτιν κι η ινδιάνικη μουσική δεν ήταν καθόλου εμπορικό προιόν στην Ελλάδα. Για πολλά χρόνια παίζαμε μόνο ινδιάνικη μουσική, μετά ξεκινήσαμε μουσική από την Καραϊβική, την Κούβα, το Πόρτο Ρίκο κλπ. Κι ήμασταν μια παρέα φίλων, που δεν παίζαμε μόνο μαζί, αλλά κάναμε παρέα, δηλ. βγαίναμε μαζί, τρώγαμε μαζί, πηγαίναμε σινεμά μαζί … Ακόμα και σήμερα, παρότι έχουν περάσει πάρα πολλοί μουσικοί από τους “APURIMAC”, ο πυρήνας συνεχίζει κι είμαστε φίλοι και πιστεύω ότι μόνο αυτό μπορεί να κρατάει ένα συγκρότημα, να μην είναι “επαγγελματικό”. Βέβαια, επαγγελματικά παίζουμε κι επαγγελματίες είμαστε, αλλά με την καλή έννοια του όρου.
Έχετε δηλώσει ότι θέλετε να δημιουργήσετε λάτιν μουσική κι όχι να την αναπαραγάγετε. Υπάρχει, δηλαδή, σήμερα - ως ξεχωριστό μουσικό είδος – “ελληνικό λάτιν”;
Daniel: Προσωπικά δεν είχα σκεφτεί ποτέ αυτόν τον όρο, “ελληνικό λάτιν”. Είναι πολύ ωραίο όμως, τώρα που το σκέφτομαι, μ’ αρέσει. Εμείς πάντα υποστηρίζουμε ότι κάνουμε λάτιν μουσική, με λάτιν ηχόχρωμα, με λάτιν ρυθμούς, με λάτιν αίσθηση, με λάτιν συναίσθημα και με ισπανικό και με ελληνικό στίχο. Αυτό είναι που κάνουμε, τώρα αν αυτό το πράγμα θέλουμε να το λέμε “ελληνικό λάτιν” ή “λάτιν ελληνικό”, δεν ξέρω, αυτό κάνουμε εμείς τόσα χρόνια, αυτό προσπαθούμε και νομίζω ότι ναι, τώρα που το σκέφτομαι, υπάρχει “ελληνικό λάτιν” και το κάνουμε εμείς!
Πάντως, αν κρίνω, από το “ελληνικό παρελθόν”, από το Χιώτη ως την τεράστια επιτυχία του Νταλάρα με τα «Λάτιν», η ισπανική και λατινοαμερικάνικη μουσική αρέσει στους Έλληνες, σε βαθμό που πλησιάζει τη μεγάλη αποδοχή που έχει το ορίτζιναλ ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Πως εξηγείτε αυτήν ιδιαίτερη αγάπη προς τη λάτιν μουσική στην Ελλάδα;
Daniel: Υπάρχει όντως μια αγάπη και μια αποδοχή της λάτιν μουσικής στην Ελλάδα από τους Έλληνες. Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι πλησιάζει την αποδοχή και την αγάπη προς το λαϊκό τραγούδι, πιστεύω ότι είναι πολύ λιγότερη στα λάτιν, αλλά δεν έχει σημασία, αυτό είναι ποσοτικό δεν είναι ποιοτικό. Ο Χιώτης είναι αυτός που έφερε τη λάτιν μουσική στην Ελλάδα πριν από πολλά χρόνια και την έβαλε μέσα στην ελληνική μουσική, χωρίς να λέει ότι είναι λάτιν, την έκανε κομμάτι της ελληνικής μουσικής. Επίσης, είναι πάρα πολλοί οι Έλληνες που ’χουν ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική κι έχουν ακούσματα από ’κει, αλλά έχουν φέρει και μουσική από ’κει, απ’ τα ταξίδια τους κι αυτό το πράγμα έκανε, πιθανόν, γιατί δεν είμαι σίγουρος, τη λάτιν μουσική να μην είναι άγνωστη μουσική για τους Έλληνες, αλλά κάτι πιο οικείο. Έτσι κι αλλιώς όμως, η λάτιν μουσική, όπως σε ξεσηκώνει και σε γεμίζει, έχει ένα χρώμα το οποίο πλησιάζει πάρα πολύ με το ελληνικό, είναι μέσα στο ίδιο ταμπεραμέντο του Έλληνα.
Οι λάτιν μελωδίες, για τον περισσότερο κόσμο είναι, σχεδόν αποκλειστικά, διασκεδαστικές, χορευτικές κι έντονα ρυθμικές. Γιατί η πιο εσωστρεφής και χαμηλόφωνη πλευρά τους, παρότι είναι εξίσου, εξωτική και μελωδική, δεν είναι τόσο δημοφιλής;
Daniel: Σ’ αυτό θα μου επιτρέψεις να πω, ότι δεν φταίει καθόλου ο κόσμος, σ’ αυτό φταίνε τα μέσα, τα ραδιόφωνα που μεταδίνουνε αυτή τη μουσική και μια ολόκληρη βιομηχανία που αποφάσισε ότι στις απόκριες, σ’ όλο τον κόσμο, θα ακούμε λάτιν μουσική! Κι όταν λέμε λάτιν μουσική, φτάνουμε σε σημείο εξευτελιστικό μερικές φορές, να ακούμε, ας πούμε, Gipsy Kings, που είναι Ισπανοί Τσιγγάνοι και παίζουνε φλαμένγκο και να λέμε ότι είναι λάτιν μουσική. Από ’κει και πέρα καταλαβαίνεις, ότι πολύ δύσκολα αλλάζουν αυτά τα πράγματα, γιατί υπάρχει από πίσω μια τεράστια βιομηχανία που ασχολείται μ’ αυτό το πράγμα, με το χορευτικό, έντονο, ρυθμικό λάτιν, για απόκριες και γιορτές …
Στα σχεδόν 25 χρόνια του συγκροτήματος, η δισκογραφία σας αποτελείται από 10 δίσκους. Παρατηρώ ότι υπάρχουν διαστήματα έντονης δισκογραφικής δραστηριότητας, αλλά και μεγάλα διαστήματα δισκογραφικής απουσίας. Ποιο είναι το κίνητρο κάθε φορά για την έκδοση ενός δίσκου σας;
Daniel: Το’ χουμε πει πολλές φορές για τη δισκογραφία μας, ότι γενικά δεν βιαζόμαστε να βγάλουμε δίσκο, βγάζουμε όταν πιστεύουμε ότι έχουμε κάτι να πούμε. Όταν, μαζεύοντας το υλικό, που φτιάχνουμε συνέχεια, πιστεύουμε ότι κάτι αξίζει να βγει προς τα έξω, να πάει σε κάποια σπίτια και ν’ ακουστεί από κάποιους ανθρώπους, τότε προχωράμε στην κυκλοφορία νέου δίσκου. Δεν μας τρέχει και δεν μας βιάζει κανένας, όποτε έχουμε κάτι να πούμε, βγαίνουμε και το λέμε.
Η «Μάνα Γη», ένας από τους γνωστότερους δίσκους σας, περιέχει μελοποιημένα ινδιάνικα ποιήματα. Η λάτιν μουσική θα μπορούσε να ντύσει και μια σειρά ποιημάτων μεγάλων Ελλήνων ποιητών; Θα το δοκιμάζατε;
Daniel: Είναι απ’ τα πράγματα που έχουμε σκεφτεί κατά καιρούς, δεν φεύγει από το μυαλό μας, αλλά, πιθανόν, δεν έχει έρθει η ώρα ακόμα να το κάνουμε αυτό. Όπως, επίσης, θέλουμε να κάνουμε ηπειρώτικη μουσική με ινδιάνικα όργανα, είναι άλλη μια ιδέα, που, κάποια στιγμή, να ’μαστε καλά, θα το κάνουμε.
Στα πλαίσια της δισκογραφίας σας έχετε συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα τόσο του ελληνικού τραγουδιού, όσο και της λάτιν μουσικής σκηνής. Ποιες συνεργασίες θεωρείτε τις πιο καθοριστικές στην πορεία σας;
Daniel: Όλες οι συνεργασίες που ’χουμε κάνει μέχρι σήμερα, για μας είναι το καμάρι μας! Από την πρώτη με το Λουκιανό Κηλαηδόνη, το ’89, που ήταν η πρώτη φορά που τραγουδήσαμε στα ελληνικά μαζί του, μέχρι το “Μάνα Γη”, με τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα και τον Παντελή Θαλασσινό, με τη Mercedes Sosa στο δίσκο “Στις γειτονιές του Νότου”, στο δίσκο “Χωρίς Σύνορα” – το αφιέρωμα στον Τσε Γκεβάρα – που ήταν ο Παπακωνσταντίνου, ο Νταλάρας, ο Τσακνής, ο Μαχαιρίτσας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Θηβαίος, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Al Di Meola , μέχρι με τον Καζούλη, τον Γερμανό, με την Gabriela Torres, πάλι με τους Κατσιμιχαίους, πάλι με τον Παντελή(Θαλασσινό), με τον κ. Μαμαλάκη, με τους Locomondo, με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, είναι για μας ένα πράγμα, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε καμία, ήταν όλες καθοριστικές! Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες ήρθαν πάντα φιλικά να βοηθήσουνε τη δουλειά μας, κανένας δεν πήρε ποτέ μια δραχμή κι αυτό για μας είναι πολύ μεγάλη χαρά, μεγάλη ευτυχία κι είναι η ανταμοιβή μας, τέτοιοι καλλιτέχνες να δέχονται, να θέλουνε να συνεργάζονται μαζί μας.
Μια, επίσης, συχνή επιλογή στους δίσκους σας, είναι οι διασκευές παλιών γνωστών ελληνικών τραγουδιών. Ποιος είναι, μουσικά, ο στόχος κάθε φορά, αλλά και το ρίσκο, μια και πρόκειται, συνήθως, για πασίγνωστες επιτυχίες;
Daniel: Στόχος δεν ξέρω αν υπάρχει όταν κάνουμε μια διασκευή, είναι μερικά τραγούδια, που, ξέρεις, είναι παλιά τραγούδια και τ’ ακούς, σ’ αρέσουνε, θα ήθελες να τα ’χεις γράψει εσύ και λες, αφού δεν τα ’χω γράψει εγώ, αφού κάποιος άλλος πρόλαβε, μπορώ να το πάρω και να το κάνω, να το φέρουμε στα νερά μας και να το κάνουμε έτσι, σα να το είχαμε κάνει εμείς, πάντα με πολύ μεγάλο σεβασμό προς το τραγούδι, προς τους δημιουργούς, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε κάτι εμπορικό. Δεν σκεφτόμαστε, δηλαδή, ότι μ’ αυτό θα κερδίσουμε λεφτά, θα είναι μεγάλη επιτυχία κλπ. Κάναμε έναν ολόκληρο δίσκο με διασκευές, πολύ δύσκολες, γιατί είχαμε μέσα και Χατζιδάκι και Χιώτη και πολλά πράγματα, τα ξέρεις. Το ρίσκο που, κάθε φορά, παίρνουμε είναι πολύ μεγάλο, αλλά πιστεύω ότι το κάνουμε με τόση αγάπη, που περνάει στον κόσμο εύκολα, χωρίς παρεξήγηση κι αυτό είναι σημαντικό, γιατί μέχρι τώρα, δεν μας έχει πει κανένας, τι βλακεία κάνατε μ’ αυτό το τόσο όμορφο τραγούδι.
Τα «Παράθυρα ανοιχτά» (ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ, 2009), χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πιο χορταστικούς, εξωστρεφής και χορευτικούς δίσκους σας. Ποια διάθεση γέννησε την καινούρια σας αυτή δουλειά;
Daniel: Θέλαμε πολλά χρόνια να βγάλουμε σ’ ένα δίσκο αυτή τη διάθεση που έχουμε όταν είμαστε πάνω στη σκηνή, όταν παίζουμε live. Όσοι μας έχουν δει ζωντανά, ξέρουνε ότι έχουμε πολλή χαρά πάνω στη σκηνή, περνάμε καλά, κάνουμε πλάκες, γελάμε και γουστάρουμε πάρα πολύ μ’ αυτό κι αυτό περνάει και στον κόσμο, τραγουδάνε μαζί μας, χορεύουνε. Αυτό το πράγμα θέλαμε να το βγάλουμε σ’ ένα δίσκο και πιστεύω ότι σ’ αυτό το δίσκο τα καταφέραμε. Βέβαια, μέσα στο δίσκο, όπως και στα live, έχουμε τις νοσταλγικές στιγμές, χαμηλώνουμε τα φώτα, χαμηλώνουμε τη διάθεσή μας κι αυτό υπάρχει και μέσα στο δίσκο, με το τραγούδι με τον Παντελή Θαλασσινό, με ινδιάνικα όργανα, με τους Κατσιμιχαίους ή με την Αργεντίνα τη Gabriela Torres και τη Martha Moreleon. Οπότε καταφέραμε μάλλον να γράψουμε σ’ ένα δίσκο αυτό που είμαστε ειλικρινά πάνω στη σκηνή.
Στο νέο σας δίσκο, ανάμεσα σε άλλους, συμμετέχουν ο Χάρης κι ο Πάνος Κατσιμίχας κι ο Παντελής Θαλασσινός, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει και στον πιο δημοφιλή, ίσως, δίσκο σας, τη «Μάνα Γη» (1997). Να θεωρήσω τη συμμετοχή τους, εκτός των άλλων λόγων, κι ως γουρλίδικη;
Daniel: Γιατί όχι; Γούρι μας φέρανε τότε, γούρι θα μας φέρουνε και σήμερα. Εξάλλου, το λέω, το λέμε πολλά χρόνια, ότι οι Κατσιμιχαίοι κι ο Παντελής ο Θαλασσινός, μαζί με άλλους πολύ λίγους, είναι οι τελευταίοι ινδιάνοι που έχουν μείνει στην Ελλάδα, οπότε πρέπει να τους προσέχουμε πολύ.
Ο δίσκος σας «Χωρίς σύνορα», για τους «Γιατρούς χωρίς σύνορα» και το τραγούδι για τον Τσε Γκεβάρα που περιέχει, αλλά κι η παρουσία σας σε φεστιβάλ αριστερών κομμάτων κι οργανώσεων, δείχνουν, νομίζω, κι έναν πολιτικό προσανατολισμό των “Apurimac”. Ήθελα να σας ρωτήσω, αν, το συγκρότημα έχει και μια πολιτική – όχι κομματική – ταυτότητα κι αν πιστεύετε ότι η λάτιν μουσική στην Ελλάδα, εκτός από το εξωτικό της πρόσωπο, μπορεί να έχει κι ένα αγωνιστικό – πολιτικό.
Daniel: Μέσα στο συγκρότημα, ενώ μπορούμε να συζητάμε όλα τα θέματα και τα πολιτικά, ποτέ δεν έχουμε συζητήσει αν οι APURIMAC έχουνε πολιτικό προσανατολισμό ή όχι. Είμαστε πάρα πολλά άτομα και καταλαβαίνεις ότι μπορεί ο καθένας να είναι ότι θέλει. Εμείς το συγκρότημα το έχουμε για την αγάπη που έχουμε στη λάτιν μουσική. Τώρα, υπάρχουνε πράγματα τα οποία, εγώ, ας πούμε, σαν πιο υπεύθυνος του γκρουπ, προτιμάω, κάποιες πλευρές, ας πούμε αριστερές, αυτό δεν σημαίνει ότι οι APURIMAC είναι αριστερό συγκρότημα. Δεν μας ενδιαφέρει και να λεγόμαστε αριστερό συγκρότημα, είμαστε ένα ελληνικό λάτιν συγκρότημα. Από την άλλη, σίγουρα, η λάτιν μουσική, σ’ όλη τη Λατινική Αμερική, ασχολείται μ’ όλα τα θέματα και με τα πολιτικά και με τα κοινωνικά και με τα βαριά πράγματα, όλα εκφράζονται μέσα από τη λάτιν μουσική. Εδώ, στην Ελλάδα, είναι λίγο πιο δύσκολα, αλλά, πάντα, μπορεί να γίνει. Οι Apurimac είναι οι: Daniel Armando, Τάκης Βαρελάς, Μάκης Παπαγαβριήλ, Βαγγέλης (Καρότος) Κατσαρέλης, Σταύρος Λίνος, Marcos Carrera, Δημήτρης Καραγιάννης.
Apurimac: Απόψε, Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου
Μόνο για μιά βραδυάστο Βόλο |