Ακούστε
Nova FM 106
Ζωντανά
Ακούστε Nova FM 106 Ζωντανά
Έχουμε 424 επισκέπτες συνδεδεμένους

Θόδωρος Βενάρδος: Ο ληστής με τις γλαδιόλες

Του Γιάννη Ράγκου


Το παρελθόν του Θ. Βενάρδου

Ποιος, όμως ήταν ο Θ. Βενάρδος; Γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Σε ηλικία πέντε ετών ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του και πήγε στη Βραζιλία. Λίγο καιρό αργότερα, η μητέρα του Φωτεινή πήρε τον ίδιο και την ενός έτους αδελφή του Αννίτα και εγκαταστάθηκαν και οι ίδιοι στο Σάο Πάολο για δυόμισι χρόνια. Όταν επέστρεψαν, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε τον οδηγό ταξί Ν. Λύτρα και για διάστημα τριών ετών, ο Θ. Βενάρδος έμεινε στο σπίτι του παππού του, στην περιοχή των Σπάτων. Ο πατριός του, στην αρχή, ήταν ιδιαίτερα βίαιος μαζί του. «Ο Θόδωρος δεν γελούσε ποτέ. Πικραμένο παιδί αλλά ευγενικό και υπάκουο. Εγκαταλελειμμένο από πατέρα και στις αρχές κυνηγημένο από τον πατριό» θα πει αργότερα η μητέρα του σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 14-15 Ιουλίου 1984.

 

Σπούδασε μηχανικός του εμπορικού ναυτικού, ενώ το 1972, υπηρετώντας τη θητεία του στον στρατό, ανατίναξε μια πυριτιδαποθήκη. Ήταν η πιο σκληρή περίοδος του στρατιωτικού καθεστώτος. Συνελήφθη, βασανίστηκε και λίγους μήνες αργότερα απολύθηκε για λόγους υγείας. Κατόπιν, εργάστηκε σε εμπορικά πλοία και όταν σταμάτησε τα ταξίδια, δούλεψε για ένα διάστημα σε συνεργείο πλοίων. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στα τέλη του 1972 ταξίδεψε στη Ζυρίχη της Ελβετίας, όπου συναντήθηκε με τον τέως Έλληνα βασιλιά Κωνσταντίνο, με σκοπό την οργάνωση του αγώνα κατά της δικτατορίας! «Ο Βενάρδος έκανε αρκετά ταξίδια στο εξωτερικό» θα πει πολλά χρόνια μετά η δικηγόρος του στη τελευταία φάση της ζωής του, Κ. Γιομπρέ. «Ένα από αυτά ήταν στη Ζυρίχη. Εκεί είχε επαφή με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Μάλιστα, έφερε μαζί του και μια κούπα με προσωπική αφιέρωση-μονογραφή του πρώην μονάρχη. Όταν του απευθύνθηκα και τον ρώτησα ‘Θόδωρε, τι δουλειά έχεις εσύ με τον Γλύξμπουργκ;’ γύρισε και μου είπε κοφτά: ‘Δεν έχει σημασία τώρα. Ο Κωνσταντίνος αυτή τη στιγμή δεν έχει εξουσία’» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Espresso» – 24 Σεπτεμβρίου 2002). Εξάλλου, ο ίδιος κατά τη διάρκεια της απολογίας του στη δίκη του υποστήριξε -χωρίς όμως να δώσει κάποιο σχετικό αποδεικτικό στοιχείο- ότι μεγάλο μέρος από τα χρήματα που αποκόμισε από την πρώτη του ληστεία στο Παγκράτι τα διέθεσε στον αγώνα κατά της δικτατορίας. «Έδινα χρήματα χωρίς να ζητώ αποδείξεις. Εκεί μέσα όλοι αγωνιζόντουσαν για ένα κοινό σκοπό. Και εγώ πρόσφερα ό,τι μπορούσα γιατί αγόρασα όπλα, μπαρούτι, χειροβομβίδες και είχα φέρει ασύρματο και ραδιοπομπούς από την οργάνωση στο εξωτερικό με κίνδυνο της ζωής μου. (…) Μόνος μου ήμουν, είχα όμως μαζί μου και τους άλλους τους οποίους εκπαίδευα στα όπλα και την χρήσι των χειροβομβίδων». Πολλά χρόνια αργότερα, ο φωτορεπόρτερ Πολ Πουλίδης θα ισχυριστεί ότι ο Θ. Βενάρδος είχε ενεργή εμπλοκή στην αντιστασιακή οργάνωση «Σπάρτακος», κάτι για το οποίο θα κάνει λόγο και η Αννίτα Βενάρδου.

 Τον Ιούνιο του 1973 παντρεύτηκε τη 17χρονη Δήμητρα, αλλά ο γάμος τους διήρκεσε μόνο τρεις μήνες. Αργότερα, συνδέθηκε με την Μπελίντα, σχέση η οποία μετά τη σύλληψή του προκάλεσε σάλο, λόγω του γεγονότος ότι η Μπελίντα είχε αλλάξει φύλο!

 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ζωή της αδελφής του Αννίτας, η οποία ήταν αδιαμφισβήτητα ευειδής και αυτός ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο προσέλκυσε αμέσως το ενδιαφέρον του Τύπου. «Στα 17 μου χρόνια εργάσθηκα σε ένα οίκο ευγηρίας» θα πει στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. «Με το μισθό μου, επειδή ήθελα να γίνω κάτι, γράφτηκα στη σχολή Μαννεκέν Ροντοπούλου. Τις ημέρες που δεν είχα σχολή, πήγαινα στα αγγλικά. Έδωσα εξετάσεις για να περάσω από το ερασιτεχνικό τμήμα της σχολής στο επαγγελματικό με μία φούστα και μπλούζα της μητέρας μου, ενώ άλλες περνούσαν με τουαλέττες. Και βγήκα πρώτη».

Εξάλλου, σε μια παλιότερη συνέντευξή της στον δημοσιογράφο Β. Καββαθά (περιοδικό «Ταχυδρόμος») είχε πει ότι μετά την απόδρασή του (σ.σ.: τον Απρίλιο του 1974), ο αδελφός της «έστειλε ένα τελεσίγραφο στον Ανδρουτσόπουλο (σ.σ.: «πρωθυπουργός» της τελευταίας δικτατορικής κυβέρνησης) και του έγραφε: ‘Αν δεν απελευθερώσετε την αδελφή μου, η οποία δεν έχει καμία ανάμειξη στις δικές μου ενέργειες, θα πάρω τανκς και θα σας ανατινάξω το Γουδί’». Μετά την αποφυλάκισή της «πήγα και βρήκα τον Ζαμπέτα και του ζήτησα να με βοηθήσει. Δούλεψα τελικά με τον Λευτέρη τον Ψηλόπουλο ως τραγουδίστρια. Μάζευα χρήματα για δικηγόρους. Γιατί δεν είχε λεφτά. Τα είχε ξοδέψει όλα για πομπούς και δέκτες και φιλοδοξούσε, όπως έλεγε να φτιάξει μια αντιστασιακή ομάδα κατά της χούντας». Αργότερα, η Αννίτα εγκατέλειψε το τραγούδι, παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.

 

Η δίκη

Τον Ιούλιο του 1975, ο Θ. Βενάρδος, μαζί με την Αννίτα και άλλους πέντε συνεργούς του σε παλιότερες ληστείες κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Η υπεράσπιση προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο πως ο Θ. Βενάρδος είναι «ψυχοπαθητικό άτομο», ενώ ο νευροψυχίατρος Β. Πιπερίγκος κατέθεσε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Εγώ και δύο άλλοι συνάδελφοί μου παρακολουθήσαμε τον Βενάρδο και έχουμε συντάξει έκθεσιν πραγματογνωμοσύνης, εις ην και αναφέρομαι. Όπως γράφω και εις την έκθεσίν μου, έχω τη γνώμη ότι το οικογενειακό περιβάλλον εις το οποίον έζησεν ούτος, δεν ήτο το ενδεδειγμένον. Εγνώρισε τρεις πατέρες και δύο μητέρες. Επίσης και εις τον αισθηματικόν του τομέα είναι αποτυχημένος, διότι έχει χωρίσει με την σύζυγόν του και από τον στρατόν επήρε απολυτήριον λόγω υγείας. Εξακολουθούν μετά ταύτα απόπειραι αυτοκτονίας, αυτοτραυματισμοί κ.λπ. Εξ αυτών, λοιπόν, των αποτυχιών της ζωής του εδημιουργήθη μια αντίρροπος κατάστασις, εκ πάντων δε τούτωνκαταλήγω ότι μία μειωμένη ευθύνη πρέπει να του αναγνωρισθεί. Εις εκ των συναδέλφων μου τον κατατάσσει ως έχοντα πλήρη ευθύνην, ο δε έτερος συνάδελφός μου πλησιάζει πολύ εις τας απόψεις μου. Η κατάστασις του Βενάρδου δεν είναι παρορμητική. Εις συγκεκριμένην περίπτωσιν έχει την δυνατότητα να διακρίνει το άδικον της πράξεώς του μέχρις ενός σημείου. Ούτος δεν ημπορεί να ελέγξει, κατά την γνώμην μου, το παρόν με το παρελθόν».

Ο ίδιος, κατά την απολογία του αποδέχτηκε μόνο τις δύο ληστείες και την κλοπή των αυτοκινήτων και υποστήριξε πως η ομολογία του για τις άλλες πράξεις ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων και ξυλοδαρμών που υπέστη από τους αστυνομικούς μετά τη σύλληψή του.

 

Τελικώς, στις 25 Ιουλίου, το δικαστήριο καταδίκασε τον Θ. Βενάρδο σε κάθειρξη 20 ετών και 7 μηνών με μοναδικό ελαφρυντικό τον «ελαττωμένο καταλογισμό». Μαζί του καταδικάστηκαν και άλλοι πέντε κατηγορούμενοι για παλιότερες ληστείες, καθώς επίσης και η αδελφή του Αννίτα σε ποινή φυλάκισης 7 μηνών.

 

Απόπειρες αυτοκτονίας και καταγγελίες

Μετά την καταδίκη του, ξεκινά μια επώδυνη πορεία. Τον βασανίζουν, κλείνεται στην απομόνωση και μεταφέρεται σε όλες τις φυλακές της χώρας, ώσπου να καταλήξει στις φυλακές Κορυδαλλού. Ο Θ. Βενάρδος δεν μπορεί να αντέξει τη φυλακή. Η οικογένειά του προσπαθεί να τον πείσει να μεταφερθεί σε αγροτικές φυλακές για να μειωθεί ο χρόνος της ποινής του, αλλά αυτός αρνείται. Πάνω από εβδομήντα (!) φορές επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Κτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο και καταπίνει μεταλλικά αντικείμενα (!) για να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, «να νιώσω λίγο ελεύθερος» όπως θα πει στη μητέρα του σε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Παρουσιάζεται στα δικαστήρια με ραμμένο το στόμα και τα αυτιά για να μην μιλήσει και να μην ακούσει τους δικαστές, ενώ αργότερα αφήνει γενειάδα και εμφανίζεται ντυμένος σαν… Παλαιστίνιος. Κάνει απόπειρες απόδρασης και σε μία περίπτωση οι φύλακες αναγκάζονται να τον πυροβολήσουν στα πόδια για να τον σταματήσουν. Τρεις ψυχίατροι γνωματεύουν πως είναι ψυχοπαθής και πως πρέπει να νοσηλευτεί σε ειδική κλινική. Άντ’ αυτού, μεταφέρεται στις φυλακές Κέρκυρας, που θεωρούνται από τις πλέον «σκληρές» της χώρας. Από εκεί, στις 9 Φεβρουαρίου 1983 στέλνει στην μνηστή του Άννα Β., με την οποία είχε γνωριστεί το 1981 όταν νοσηλευόταν στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο ύστερα από μια απόπειρα αυτοκτονίας, μια επιστολή, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «(…) Θέλω όταν μπορέσεις να πας στον κ. Γιώργο Ασημακόπουλο (κάποια Πέμπτη) και εξήγησέ του ότι εγώ ανήκω στο Ψυχιατρείο κι όχι στην Κέρκυρα ή εάν δεν θέλει να με πάει στο Ψυχιατρείο ας με πάει στους φούρνους του Κορυδαλλού (…)».

 

Σε άλλο γράμμα του προς την Άννα (στις 12 Απριλίου 1983) γράφει σχετικά: «(…) Διαπίστωσαν σήμερα και δι ακτινοσκοπήσεως ότι έχω ξένα σώματα στο στομάχι μου και δεν μου έκαναν εισαγωγή στο Νοσοκομείο παρ’ ότι έχω φοβερούς πόνους. Κατόπιν αυτού και αφού δεν μου έγινε σήμερα όπως προαναφέρω εισαγωγή, πήγαινε με τον δικηγόρο μου στον Εισαγγελέα Εφετών Κερκύρας για να διατάξη αυτός σήμερα την εισαγωγή μου στο Νοσοκομείο. Εάν κι αυτός δείξει αδιαφορία τότε πέστα όλα στην κ. Ψυχίατρό μου για τις ταλαιπωρίες που τραβώ. (…) Σε παρακαλώ να πάρεις το αεροπλάνο και να πας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης την Πέμπτη και ανάφερέ τα όλα αυτά κι ότι ένας νορμάλ άνθρωπος δεν νομίζω να καταπίνει αυτά που εγώ έχω στο στομάχι μου και κανονικά πρέπει εκτάκτως να διατάξουνε την μεταγωγή μου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού. Αλλιώς έχω πέσει σε τέτοια οργανομένη οικογένεια εξωλοθρεύσεως που ότι και να κάνω αυτοί τελικά θα κερδίσουν αυτό που από χρόνια επιδιώκουν (…)» (σ.σ.: και οι δύο αυτές επιστολές, περιλαμβάνονται σε ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Άρη Σκιαδόπουλου στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» – 16 Ιουλίου 1984).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι πολλές από τις επιστολές που έστελνε, κατά καιρούς, σε διάφορους αποδέκτες ήταν γραμμένες και υπογεγραμμένες με το αίμα του!

Χαρακτηριστική επιστολή του Θ. Βενάρδου (πιθανώς, προς τη διεύθυνση των φυλακών Κορυδαλλού), γραμμένη στις 28 Αυγούστου 1974:

«Σας γνωρίζο ότι σήμαιρον την πρώτη μ.μ. (1) μην μπορόντας άλλο να ανθέξω την απομώνοσην που είμαι 62 μέρες εδώ και (17)δέκα εφτά στην Γενική Ασφάλεια Αθ. έλαβον την απόφασιν όσο σκληρή κι αν είναι και έφαγα διάφορα άσχετα προς βρόσην αντηκίμενα δηλαδή γυαλιά πρόκες βίδες και διάφορα άλλα αιχμηρά αντικείμενα.

Μετά τιμής, Θεόδωρος Βενάρδος»

(από το περιοδικό «After Crime», τεύχος 1, Φεβρουάριος 2000).

 

Παράλληλα, ο Θ. Βενάρδος μελετά εντατικά την ποινική δικονομία και τον σωφρονιστικό κώδικα. Συντάσσει δεκάδες μηνυτήριες αναφορές στους αρμόδιους, όπου καταγγέλλει τις συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων, ενώ προσπαθεί να έρθει σε επαφή με δημοσιογράφους για να δημοσιοποιήσει τις απόψεις του. Σε μία από τις καταγγελίες, σημειώνει μεταξύ άλλων: «(…) Ανθρώπινες υπάρξεις εξευτελίζονται κατά τρόπον σαδιστικόν και ανηλεήν. Άνδρες και έφηβοι οδηγούνται εις εν είδος βασανιστηρίου που λέγεται σταυρός, αφού έχουν υποστεί προηγουμένως αλύπητον ξυλοδαρμόν δια ροπάλων και άλλων σκληρών αντικειμένων υπό της λεγομένης ομάδας κρούσεως. (…) Κατά την είσοδο του νεοεισερχόμενου κρατούμενου εφαρμόζεται κουρά εν χρω, ακολούθως υφίσταται ψυχρολουσίαν δι ενός δοχείου πλήρους ψυχρού ύδατος, καθώς επίσης ενδύεται ομοιόμορφον περιβολήν με φόρμες, επίσης δε λαμβάνει χώραν άλλον εξευτελεστικόν γεγονός: αναγκάζεται εις επίκυψιν και υποχρεούται εις βυθοσκόπησιν του πρωκτού. Εν συνεχεία σε οδηγούν στο λεγόμενο ‘ΚΟΥΛΟΥΡΙ’ (περίβολος εσωτερικός της φυλακής) όπου αναγκάζεσαι να τρέξης κραυγάζοντας ακαταναμάστους αισχράς φράσεις, όπως είναι ‘είμαι πούστης’ κ.λπ., καταλυτικά της ανδρικής αξιοπρέπειας».

Σημειώνεται ότι, όλο αυτό το διάστημα, υπέβαλλε συνολικά πέντε αιτήσεις για αποφυλάκιση λόγω «ανηκέστου βλάβης», αλλά όλες απορρίφθηκαν.

Το τέλος…

Το καλοκαίρι του 1984, ο Θ. Βενάρδος, απογοητευμένος από τις εξελίξεις στην υπόθεσή του, παρουσίαζε σημεία κατάθλιψης, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες είχε γίνει και χρήστης ουσιών. Στις 12 το μεσημέρι της Τρίτης 10 Ιουλίου 1984, βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του. Οι συγγενείς του έκαναν λόγο για «εξώθηση σε αυτοκτονία» και ζήτησαν νεκροψία. «Εννέα μέρες μετά το θάνατό του είχε προγραμματιστεί να γίνει νεκροψία με εισαγγελική παραγγελία» θα πει πολλά χρόνια αργότερα η τελευταία σύντροφός του Άννα Β. «Είχαν διατάξει να πραγματοποιηθεί εκταφή και νεκροψία καθ΄ ότι είχαν προκύψει νέα στοιχεία. Για παράδειγμα παρατηρήθηκαν μώλωπες στο δεξί του μάγουλο. Ένας αυτόχειρας, ο οποίος επιλέγει να δώσει τέρμα στη ζωή του με αυτόν τον τρόπο, δεν έχει πιθανότητες να αυτοτραυματιστεί και ειδικά στο μάγουλο. Υπάρχουν φωτογραφίες μετά το θάνατό του που φαίνεται το σημάδι στο μάγουλό του. Παρευρισκόμουν στη διαδικασία της εκταφής, όταν επενέβη η αστυνομία για να τη σταματήσει, με νέα απόφαση εισαγγελέα. (…) Με είχε καλέσει ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης να τον επισκεφτώ, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε (…)» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Espresso» – 24 Σεπτεμβρίου 2002).

Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την επόμενη ημέρα στο νεκροταφείο των Σπάτων. Ανάμεσα στα πολλά στεφάνια που στάλθηκαν εντύπωση αλλά και αναστάτωση στις αστυνομικές αρχές προκάλεσε ένα που έφερε την επιγραφή «Από τα αήττητα παιδιά της 17 Νοέμβρη»! Τις επόμενες μέρες άγνωστοι τηλεφωνούσαν στο υπουργείο Δικαιοσύνης ως εκπρόσωποι της οργάνωσης, απειλώντας τον υπουργό για το θάνατο του Θ. Βενάρδου. Αργότερα, διατυπώθηκαν υπόνοιες για σχέσεις του με την οργάνωση, αλλά ποτέ δεν αποδείχτηκε κάτι συγκεκριμένο.

Η Κ. Γιομπρέ θυμάται ότι λίγες μέρες μετά την κηδεία «κάποιοι από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (…) ήθελαν να βγάλουν τραπέζι στην Πανεπιστημίου, ζητώντας απ’ τον κόσμο να τιμήσει τη μνήμη του. Τελικά δεν έγινε. (…) Ήταν φιλοαναρχικά στοιχεία. (…) Ο Θόδωρος ήταν ένα κοινωνικά ανέντακτο άτομο. Ήταν αντικρατιστής. Είχε μια φυσική άρνηση προς την καθεστηκυία τάξη. Όσο για τα λεφτά από τις ληστείες; Απ΄ αυτά που ξέρω, τα μοίρασε στους απόρους των Σπάτων» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Espresso» – 24 Σεπτεμβρίου 2002).

Πάντως, ο θάνατός του προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις και έφερε στο προσκήνιο της δημοσιότητας τις άθλιες συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων, ενώ κάποιοι νομικοί εκτιμούν πως αποτέλεσε την αφορμή ώστε τα επόμενα χρόνια να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για τη σχετική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων.

Η τελευταία εικόνα του Θ. Βενάρδου μέσα στο φέρετρο, «συμπύκνωσε» κατά μία έννοια τη (σύντομη) ζωή του: «στολισμένος» με εκατοντάδες γλαδιόλες, στα τριάντα πέντε του χρόνια είχε οριστικά «αποδράσει» προς την ελευθερία…

 

Η ταινία

Το 1981, ο σκηνοθέτης Γιάννης Φαφούτης, εμπνεόμενος από την «υπόθεση Βενάρδου» γύρισε την ταινία «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια». Χωρίς να είναι απόλυτα πιστή στα πραγματικά γεγονότα, η ταινία αφηγείται την ιστορία του νεαρού Απόστολου Λινάρδου (Γιώργος Κιμούλης, στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση), ο οποίος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, φτάνει μαζί με την αδελφή του Νανότα (Νέλλη Πολυδεράκη) στην Αθήνα, αναζητώντας καλύτερη ζωή. Μετά από προσπάθεια να συμμετάσχει σε μια αντιφασιστική ομάδα, όπου θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί την Κωνσταντίνα (Διδώ Λυκούδη), ο Λινάρδος θα αρχίζει να ληστεύει τράπεζες, χρησιμοποιώντας ένα μπουκέτο λουλούδια. Θα συλληφθεί και όταν θα δραπετεύσει η αστυνομία θα τον επικηρύξει.

Η ταινία προβλήθηκε στο πληροφοριακό τμήμα του 22ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το 1981. Την επόμενη χρονιά, κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βαγιαδολίδ (Ισπανία) και η Δ. Λυκούδη το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ Μεσογειακού Κινηματογράφου και Πολιτισμού της Μπαστιά (Κορσική, Γαλλία).

πηγή: http://eglima.wordpress.com/2007/10/20/venardos_2/

 

 

 

 

 
flora.jpg

Player για Android

Android Player

Απο το κινητό σας πάτε στο: ρυθμίσεις -> ασφάλεια -> και ενεργοποιήστε την εγκατάσταση εφαρμογών απο άγνωστες πηγές. Με μία εφαρμογή QR Code Reader σκανάρετε την παραπάνω εικόνα ή πατήστε εδώ.

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση



Created by LiquidMinds | Powered by FRIKTORIA | Valid XHTML | Valid CSS.