Στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (θα μπορούσε να ’ναι οπουδήποτε αλλού στον διοικητικό ιστό του κράτους) έδιωχναν χθες-προχθές,
διώχνουν σήμερα, έξι-οκτώ εργαζόμενους (θα μπορούσαν να ’ναι λιγότεροι ή περισσότεροι) απ’ αυτούς που δεν τους «αντέχει η οικονομία» - πιθανόν
εκ των «τεμπέληδων» εκείνων και «διεφθαρμένων» ούτω πώς αποκληθέντων - όταν με πουστιές (με την κακή έννοια του όρου) και συκοφαντίες
προετοίμαζαν οι επιτήδειοι το έδαφος για να σκάψουν τους τάφους αυτών που σήμερα βρίσκονται στις λίστες κινητικότητας και διαθεσιμότητας. Τις οποίες λίστες
συντάσσουν πίνοντας το καφεδάκι τους και τις κρεμούν ως προγραφές στις θύρες του Κοινοβουλίου αυτοί που κατοικούν ασφαλείς κι απαραβίαστοι μέσα στη Λίστα Λαγκάρντ, τη Λίστα Χριστοφοράκου και κάθε άλλη Λίστα Μαγκιόρων και Τσίφτηδων.
Αυτά λοιπόν τα σκυλιά του πολέμου εναντίον του λαού, μαντρόσκυλα της Τρόικας και της Διαπλοκής,
που άνοιξαν τον δρόμο προς την κόλαση των απολύσεων, προβάλλοντας το καρότο των «επιόρκων», τώρα χρησιμοποιούν το θεοστυγές μαστίγιο του εργασιακού θανάτου εναντίον όλων - άλλος
προγράφηκε χθες, άλλος θα προγραφεί αύριο. Κι άλλος θα διαγραφεί απ’ τις λίστες των θνητών μεθαύριο.
Χθες, λοιπόν, προχθές φάγανε στη ΓΓΑ έξι ή οκτώ περισσευάμενους, μια καθαρίστρια, έναν οδηγό κι άλλους θήτες, από εκείνους που ζούσαν με 1.000 ευρώ, έμαθαν να ζουν με 500 και τώρα πρέπει να πεθάνουν τζάμπα.
Ανάμεσά τους κι ένας νεαρός που δούλευε το φωτοτυπικό! «Μόνον το φωτοτυπικό;» έφριξε ο κ. Υπουργός! «Μόνον το φωτοτυπικό;» σφύριξε σαν φίδι ο Τροϊκανός Επιτηρητής του κ. Υπουργού μέσα απ’ το κεφάλι του! «Να απολυθεί
πυξ λαξ, σνελ και ράους αυτός ο μπαγάσας».
Κι απολύθηκε.
Πήρε τα χεράκια του αυτός ο φουκαράκος, πήγε παράμερα, κάθισε στη μέση, στα σκαλιά μιας σκάλας, κοίταζε τα χεράκια του και δάκρυζε. Αναθεματισμένα ανάπηρα χεράκια.
Για αυτό μπορούσε να δουλεύει,
να ψευτοδουλεύει,
να κάνει ότι δουλεύει μόνον το φωτοτυπικό αυτός ο φτωχούλης του θεού, διότι τα χέρια του είναι ανάπηρα. Είχε βρει κι αυτός μια θέση στη ζωή, έναν μικρό μισθό, ανθρώπους-συναδέλφους να μιλάνε, να γελάνε - είχε κι αυτός στο μερτικό του ένα κουκί, από κείνα που κρατούν ζωντανά και τα τελευταία στρουθία.
Τώρα τον πέταξαν στον δρόμο.
Να περιμένει την «ανάκαμψη της οικονομία;», αν δεν αυτοκτονήσει.
Δεν τον ξέρω προσωπικώς τον άνθρωπο. Και κάθε ομοιότης της ιστορίας που σας αφηγούμαι με την πραγματικότητα μπορεί να είναι συμπτωματική.
Μπορεί ο ανάπηρος που απολύθηκε να μη δάκρυσε, να μην κοιτούσε με απόγνωση τα ανάπηρα χεράκια, μπορεί να ’ναι ένας υπερήφανος αγωνιστής, ένας υπέρμαχος των δικαιωμάτων των αναπήρων, ένας πρόμαχος της ζωής - ε, και; ποιά η διαφορά; τώρα είναι ένας απολυμένος.
Κάποιος, ο κ. Σαμαράς, η κυρία Μέρκελ, ο κ. Τάδε Μένγκελε, αποφάσισε να προσθέσει έξι ακόμα κουρέλια στις ηττημένες στρατιές των ανέργων και ουαί τοις ηττημένοις, έξι-οκτώ κουρέλια ακόμα κι ανάμεσά τους ένα κουρελάκι ανάπηρο...
Τι να κάνουμε; δεν γίνεται αλλοιώς, σου λέει ο υποτελής πολιτικός, εδώ κόψαμε τα φάρμακα των καρκινοπαθών, το φαγάκι των παιδιών, τι να κάνουμε; δεν γίνεται
αλλοιώς για να συνεχίσουν να κερδίζουν οι Δυνατοί, δεν γίνεται αλλοιώς!
(Οσο γράφονταν αυτές οι αράδες, άρχισαν φασαρίες στη ΓΓΑ, τα δύο άκρα, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, άρχισαν να υποκινούν τους εργαζόμενους εναντίον των απολύσεών τους) - δεν γνωρίζω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αλλά για μιαν ακόμα φορά ο κίνδυνος να πάνε οι θυσίες των εργαζομένων για να πεινάνε χαμένες προβάλλει ορατός.
Ομως, κι απόψε θα νυχτώσει. Μόνος στο σπίτι ή με μουδιασμένους τους οικείους του, ο ανάπηρος θα πάρει στα αδέξια χεράκια του
τα πολυφιλημένα απ’ τους αγγέλους και καταφρονεμένα απ’ τους «χειριστές των ανθρώπινων πόρων», θα πάρει στα χεράκια του το τηλεκοντρόλ και, στο ένα κανάλι ο τσάτσος των πλούσιων, στο άλλο κανάλι ο άλλος τσάτσος των πλούσιων, θα αρχίσουν να του λένε ότι δεν γίνεται αλλοιώς,
ότι πονάνε για αυτά που σου κάνουν και ο Μπενίτο, και ο Στουρνάρας, όπως πόναγε με αυτά που σου έκανε κι ο Γιωργάκης, πλην όμως τι θες; να μην αποκτήσουμε πρωτογενές πλεόνασμα; να μη γίνει ανταγωνιστική η οικονομία μας;
Το «παιδί» που δούλευε το φωτοτυπικό κοιτάζει από συνήθεια το ρολόι - όμως, όταν αύριο ξημερώσει δεν θα φύγει για τη δουλειά, δεν έχει δουλειά να πάει. Δεν θα έχει πια ανθρώπους-συναδέλφους να μιλά, να γελά, να κουτσομπολεύει, να ζει τη φτωχή ζωή που του έλαχε με αυτά τα χεράκια, τ’ αδέξια του μωρού...
email:
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.
πηγή
|