Πίνδος - 28η Οκτωβρίου 1940 γράφει ο Κων.Χ. Καραγκούνης*
Το ’χετε νοιώσει πολλοί, φαντάζομαι, όσοι «σέρνετε» το μολύβι στο χαρτί ή «συνθλίβετε» τα πλήκτρα του υπολογιστή σας, για να γράψετε μερικές αράδες. Σίγουρα, θα έχετε βιώσει πολλές φορές την αμηχανία, να θέλετε να γράψετε χίλια-δυο πράγματα, χίλιες-δυο σκέψεις, να αποτυπώσετε ένα πλήθος ανάμικτων συναισθημάτων, που ξεχειλίζουν από μέσα σας και που μαλώνουν, ποιο να πρωτοπιάσει μια θέση στο κείμενο και να μην ξέρετε πώς να κινήσετε το λόγο και ποιον τίτλο να διαλέξετε για το κείμενό σας. Σίγουρα, δεν σας είναι άγνωστη μια τέτοια κατάσταση, αγαπητοί συμπολίτες, γι’ αυτό, παρακαλώ, να συμμεριστείτε την αμηχανία μου…
Ψάχνοντας για τον τίτλο τούτου του κειμένου, μού βγήκε αυθόρμητα το «Καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν…» και μετά το «Ο κόσμος καίγεται και ο λωλός χτενίζεται…», αλλά και τα δυο μου φανήκαν, τελικά, πολύ πεζά, πολύ «λίγα», για να περιγράψουν μια τραγική κατάσταση, που σίγουρα δεν έχει την αιτία της στην αφέλεια και τη «λωλάδα», κατά πως δείχνουν οι σοφές αυτές παροιμίες. Είπα, θα βάλω για τίτλο το αρχαιοπρεπές «Των οικιών ημών εμπιμπραμένων, υμείς άδετε…», μα πάλι, σκέφτηκα, σε κάποιους αφελείς αναφέρεται κι αυτό δεν κάνει. Να το ρίξω στην ψαλτική; Τότε θα έγραφα «λαός δυσσεβής και παράνομος βούλεται κενά…», αλλά, άντε να κάθεσαι να εξηγείς μετά τι και πως… «Άρτος και θεάματα…», μού ’ρθε αυθόρμητα, όμως, κατά πως πάει το πράγμα, ο άρτος γίνεται ολονέν και πιο δυσεύρετος και θα απομείνουν μόνα τους τα «θεάματα»˙ δε λέει… Δεν ξέρω… παραιτούμαι από την αναζήτηση τίτλου. Κύριε αρχισυντάκτα, αν νομίζετε ότι μπορεί να δημοσιευθεί τούτο το κείμενο, κάντε τον κόπο και βάλτε εσείς μια επικεφαλίδα, όποια νομίζετε αρμόδια˙ δεν μπορώ άλλο να ασχοληθώ με αυτό, γιατί στο κεφάλι μου ο νους βουίζει, η καρδιά μου έχει σφιχτεί, έχει μαζευτεί σα σφιχτοζουλιγμένη χιονόμπαλα κι η ψυχή μου έχει τόσο ταραχθεί από βαθιά, πολύ βαθιά θλίψη˙ θλίψη και πόνο κι εντροπή μαζί, κι απαγοήτευση.
Πως τα χωράει εσάς ο νους όλα αυτά, συμπολίτες μου; Νομίζω πως κι εσείς δεν πιστεύεται στα μάτια σας και στ’ αυτιά σας. Θαρρώ, θέλετε κι εσείς να βγείτε στο μπαλκόνι σας και να φωνάξετε, να ουρλιάξετε, για να ξεθυμάνετε. Δυστυχώς, ο «καθωσπρεπισμός» μας δε μας το επιτρέπει. Κι όμως, μέσα σας τρελαίνεστε από οργή.
Κατέβηκα στην παρέλαση χθες. Πρώτη φορά που κατέβηκα από μια εσωτερική παρόρμηση, όχι για να δω τα δύσμοιρα παιδιά μας, που, δίκην πασαρέλας, θα οργώνανε για μια ακόμη φορά την άχαρη άσφαλτο της παραλίας του Βόλου. Κάτι μ’ έσπρωχνε να κατεβώ στην παρέλαση, γιατί ήμουν βέβαιος πως θα γινόταν κάτι εκεί σήμερα. Όχι, δεν περίμενα να δω νέους να ασχημονούν και να χειρονομούν απρεπώς κατά των επισήμων. Δεν ήθελα να δω έναν όχλο άβουλο, να ξεσπά σε ύβρεις και καταστροφές. Περίμενα να δω όλο το Βόλο μαζεμένο εκεί, σα μια πελώρια χορωδία, να ενώνει τη φωνή του και να επαναλαμβάνει το ιστορικό ΟΧΙ σε μια νέα διάσταση, επίκαιρη μεν, αλλά αυτοκριτική και καθαρτική. Ήθελα να φωνάξω κι εγώ μαζί με όλους:
ΟΧΙ, δεν είμαστε εμείς οι νεοέλληνες ξένοι προς εκείνους τους προγόνους μας, που έλιωσαν στα βουνά της φωτιάς του πολέμου για τη λευτεριά.
ΟΧΙ, δεν είμαστε εμείς οι νεοέλληνες απόγονοι του Εφιάλτη, απόγονοι εκείνων που θανάτωσαν τον Σωκράτη, εκείνων που «ξεπάστρεψαν» το Καποδίστρια και φυλάκισαν τους αγωνιστές του ’21, των δοσίλογων και των κουκουλοφόρων της Κατοχής, των διχαστών και εγκληματιών των εμφυλίων.
ΟΧΙ, δεν είμαστε εμείς οι νεοέλληνες απόγονοι των κλεφτών που ξεπούλησαν στους ξένους αυτόν τον τόπο, πατώντας πάνω στο νωπό αίμα των ηρώων του ’21, ούτε απόγονοι εκείνων που «έπαιξαν στα ζάρια» κάθε γωνιά του ελληνισμού.
ΟΧΙ, δεν είμαστε εμείς οι νεοέλληνες απόγονοι εκείνων που άφησαν τις τύχες του ελληνισμού στα χέρια των ισχυρών της γης, «επ’ άρχοντας οις ουκ έστι σωτηρία».
ΟΧΙ, δεν είμαστε εμείς εκείνοι που θα επιτρέψουμε να μας γονατίσουν, για να περάσουν από πάνω μας, γιατί αν γονατίσουμε θα γονατίσουμε μόνοι μας, για να υψώσουμε τα χέρια στο Θεό, ζητώντας έλεος γι’ αυτούς που μας λιθοβολούν.
ΟΧΙ, δεν είμαστε εμείς εκείνοι που θα επιτρέψουμε να μας θανατώσουν διά της πείνας, γιατί είμαστε απόγονοι των οσίων και των ασκητών της Ορθοδοξίας, που πέρναγαν την εβδομάδα τους μ’ ένα ξερό παξιμάδι κι όταν αποχτούσαν δεύτερο το δίναν’ ελεημοσύνη.
ΟΧΙ, δεν είμαστε εμείς εκείνοι που θα φοβηθούμε για τη σκεπή της κεφαλής μας, γιατί στις 28 του Οκτώβρη τιμάμε την Σκέπη της Θεοτόκου, εκείνης που «μπροστάριζε» πότε στην Πόλη, πότε στο Μωριά και πότε στην Αλβανία.
ΟΧΙ, δεν είμαστε εμείς που θα απελπιστούμε κι αν ξεμείνει η τσέπη μας άδεια, γιατί είμαστε απόγονοι εκείνων που επέζησαν «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης», είμαστε γόνοι «στυλιτών» και «δενδριτών», γιατί δεν ανταλλάσσουμε την ψυχή μας με τον κόσμον όλον, κι αφού μπορούμε να μοιάσουμε τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά τ’ ουρανού, που μεγαλώνουν και θρέφονται από τη φροντίδα του Δημιουργού τους.
ΟΧΙ, δεν είμαστε εμείς εκείνοι που τελικά θα τρελαθούμε, γιατί εμείς είμαστε απόγονοι «μωρών» και «Σαλών» και «ατίμων» διά Χριστόν, τον οποίο κήρυτταν και λάτρευαν «εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών και πάλιν ερχόμενον», θεμελιωμένοι στην πίστη, αναπτερωμένοι από ελπίδα και πλημμυρισμένοι από αγάπη.
Αυτά ήθελα να ακούσω χθες στην παρέλαση κι άλλα τόσα ανάλογα. Και θά ’θελα να κοιτάξουμε όλοι μαζί κατάματα εκείνους που κατηγορούμε. Κι αν βλέπαμε έκφραση απελπισίας στο τρομαγμένο πρόσωπό τους, αφού όσο κι αν ξεπουλιούνται, δε θα μπορέσουν να μας αφαιρέσουν την ελπίδα, τότε θα είχαμε πάρει την εκδίκησή μας. Κι αν τους βλέπαμε σα «λαγούς» να το βάζουν στα πόδια, μόνο και μόνο για να μην διασταυρωθούν τα βλέμματά μας, πάλι θα είχαμε πάρει την εκδίκησή μας, γιατί στον ύπνο τους και στο ξύπνιο τους θα έβλεπαν πάντα τα δικά μας γεμάτα ελπίδα πρόσωπα. Κι αν τους βλέπαμε να χαμογελούν υποκριτικά και να μας κοιτούν κατάματα, πως τάχα δε συμβαίνει τίποτε και πως αυτοί δε φέρουν καμμιά ευθύνη, πάλι θα ’χαμε πάρει την εκδίκησή μας, γιατί η υποκρισία τους θα έλειωνε «μυστικά» τα σπλάγχνα τους.
Μάλλον, όμως, συμπολίτες μου, δεν ξέρουμε να τιμωρούμε… Κι αντί να ακούσω μια καλοκουρδισμένη χορωδία, άκουσα μια κακόφωνη οχλοβοή. «Ψωμί, φαί δεν είχαμε… ραπάνια για την όρεξη…» (να μου ’ρθε κι άλλη επίκαιρη παροιμία). Εμπρός, συμπολίτες. «Παιδιά, σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άντρες με…» κασκόλ του Ολυμπιακού στους ώμους. Εμπρός, παιδιά. Φωνάξτε. Τι κάθεστε; Σας πνίγει το δίκιο. Σπάστε, γκρεμίστε, διαλύστε τα πάντα. «Νυν υπέρ πάντων αγνών» υπέρ του Ολυμπιακού. Μήπως έχετε άλλα σοβαρότερα προβλήματα; Μήπως σας έλειψε η στέγη, το ψωμί, το νερό, το ρεύμα, το κινητό, το «παπάκι», το «κουρσάκι», το «τζινάκι», το «ποτάκι», το «γκομ….κι», το «τσιγαράκι», το «μαυράκι» και το «χαβαλεδάκι»; Δεν σας έλειψε τίποτε. Αχ, λαός απαίδευτος… Όχι λαός χωρίς παιδεία, αλλά λαός που δεν έχει παιδευτεί, που δεν έχει κουραστεί, που δεν έχει δουλέψει, που δεν έχει αγωνιστεί για τη ζωή του… Αλλά και λαός χωρίς παιδεία, γιατί η παιδεία και τα γράμματα «θέλουν πολλάς υπομονάς, θέλουν πολλάς ημέρας, θέλουν καλόν σωφρονισμόν και φόβον του Κυρίου». Ντράπηκα. Χθες ντράπηκα που είμαι Βολιώτης. Ντράπηκα ακόμη περισσότερο, όταν είδα στις ειδήσεις τις διαμαρτυρίες στις παρελάσεις των άλλων πόλεων.
Ντράπηκα. Χθες ντράπηκα που είμαι Έλληνας. Ντράπηκα ακόμη περισσότερο, όταν σκέφτηκα πως όλα αυτά γίνονται μπρος στα έκπληκτα μάτια «μεταναστών», που ζουν σ’ αυτόν τον τόπο και μας βλέπουν, «μεταναστών» που εργάζονται, ακόμα κι αν πουλούν CD, «μεταναστών» που ζουν ξενιτεμένοι, ακόμα κι αν εδώ περνούν καλύτερα από τις κακόμοιρες πατρίδες τους, «μεταναστών» που εδώ βιώνουν το μαρτύριο της σύγκρισης˙ της σύγκρισης μεταξύ τού ξιπασμένου (ήθελα να γράψω «φλώρου», αλλά τό ’σβησα) με το κινητό, το «παπάκι», το «κουρσάκι», το «τζινάκι», το «ποτάκι», το «γκομ….κι», το «τσιγαράκι», το «μαυράκι» και το «χαβαλεδάκι» και των παιδιών που λιώνουν στην πείνα, στη γύμνια, στην αρρώστια και, το χειρότερο, στην καταφρόνια.
Ντράπηκα. Χθες ντράπηκα που είμαι άνθρωπος. Ντράπηκα ακόμη περισσότερο, όταν θυμήθηκα το σκυλάκι του γείτονά μου, που εκπαιδεύτηκε και ξέρει δυο πράγματα, πόσο θα φάει, πόσο θα πιει, που θα αφοδεύσει, που θα κοιμηθεί και πώς να φεύγει από κει που το κλωτσάνε. Αλλά ο άνθρωπος, αυτός ο απαίδευτος (χωρίς παιδεία αυτή τη φορά), δεν κατόρθωσε να μάθει, πως όσο περισσότερο τρώει και πίνει, τόσο περισσότερο… λερώνει. Δεν κατόρθωσε να μάθει, πως όσο κι αν θησαυρίσει, θα φύγει γυμνός από τούτον τον κόσμο. Δεν κατόρθωσε να μάθει, ότι όσο προσηλώνεται σε είδωλα, τόσο αυτά τον πλανούν, τον διαψεύδουν. Δεν κατόρθωσε να κατανοήσει, ότι όταν κάποιοι τον κλωτσούν, όταν τον εκμεταλλεύονται, όταν θησαυρίζουν εις βάρος του, όταν πατούν επάνω του για να αναρριχηθούν, όταν τον κοροϊδεύουν, όταν του τάζουν, όταν του ρίχνουν ξεροκόμματα, το απλούστερο πράγμα που έχει να κάνει είναι, απλώς, να φύγει μακριά από αυτούς, να τους εγκαταλείψει, να τους αφήσει στην απληστία τους, γιατί, τότε θα έχει πάρει την εκδίκησή του. Δεν χρειάζεται να λερώνει κανείς τα χέρια, το στόμα, την ψυχή του. Φεύγοντας τους γκρεμίζει, γιατί αυτοί δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τα θύματά τους, δε μπορούν να αναρριχηθούν χωρίς τα υποπόδιά τους. Ε, λοιπόν, μετά την φετινή παρέλαση στο Βόλο, προσγειώθηκα ανομάλως.
ΟΧΙ, δυστυχώς, δεν είμαστε απόγονοι του Λεωνίδα, αλλά του Εφιάλτη. Είμαστε προδότες των αξιών μας, της πίστης μας, της αξιοπρέπειάς μας, προδότες των παιδιών μας, που τους χτίζουμε ένα σάπιο μέλλον, σκοτεινοί οδοδείκτες, που δίνουμε στα παιδιά μας λάθος παραδείγματα, προδότες της πατρίδας μας, που την αφήσαμε να γεμίσει παράσιτα. ΟΧΙ, δυστυχώς, δεν είμαστε απόγονοι των λίγων ηρώων, αλλά τον πολυπληθών «ραγιάδων». Είμαστε σαλίγκαροι, που σερνόμαστε στα γραφεία αδίστακτων πολιτικών, εκκλησιαστικών και αθλητικών δυναστών για μια θεσούλα, για ένα ρουσφέτι, για ένα ξεροκόμματο και μετά θαρρούμε πως χρωστούμε χάρη και αιώνια υπακοή. Είμαστε αναρριχητικοί κισσοί, που νομίζουμε ότι με το να γαντζωνόμαστε στα πλατάνια, τα στηρίζουμε. Τώρα σωριαζόμαστε χάμω. Πέφτουμε μαζί με τα ξερά κουφάρια των πλατάνων, που απομυζούσαμε.
ΟΧΙ, δεν είμαστε οι μεγάλοι διδάσκαλοι του γένους, αλλά μίζερα ανθρωπίδια. Εργατοπατέρες κομματόσκυλα, συνδικαλιστές πουλημένοι, κληρικοί άπιστοι, εκπαιδευτικοί αγράμματοι, παιδαγωγοί παιδοφοβικοί και «μισοπαίδες», νομικοί παράνομοι, ιατροί αθεράπευτοι, τραπεζίτες άπληστοι, δημοσιογράφοι δέσμιοι, επαγγελματίες ασυνείδητοι, όλοι μας ξεπουλημένοι στο χρήμα και τον «μαμωνά».
ΟΧΙ, δε θα ξαναονειρευτώ, δε θα ξαναθρέψω αυταπάτες. Χθες στην παρέλαση τα είδα (και τα άκουσα) όλα… Σήμερα, είμαι βέβαιος ότι οι μηχανισμοί διαφθοράς είναι ανίκητοι, καθώς εφαρμόζουν μεθοδικά το «Διαφθείρατε την νεολαίαν και θα νικήσετε το έθνος».
ΟΧΙ, δε θα καμαρώνω πλέον, πως είμαι Έλληνας. ΟΧΙ, δε θα τρέφω αυταπάτες πως είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος. ΟΧΙ, δε θα ξαναπαραπονεθώ για τίποτε. Είμαι άξιος της μοίρας μου… (Τελικά, τίτλο μάλλον βρήκα. Εφημερίδα δεν ξέρω αν θα βρω, που να τολμήσει να δημοσιεύσει ένα τέτοιο κείμενο.)
Κ.Χ.Καραγκούνης -Βόλος * Θεολόγος - Μουσικολόγος Ψαλτικής Τέχνης - Εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών
|
Player για Android
Απο το κινητό σας πάτε στο: ρυθμίσεις -> ασφάλεια -> και ενεργοποιήστε την εγκατάσταση εφαρμογών απο άγνωστες πηγές. Με μία εφαρμογή QR Code Reader σκανάρετε την παραπάνω εικόνα ή πατήστε εδώ.