«Εμείς παραβήκαμε τους νόμους σας,για να δείξουμε στο λαό σε τι αποβλέπουν όλοι σας οι θεσμοί: στο να εγκαθιδρύσουν, στη χώρα αυτή, μία ολιγαρχία, όμοια της οποίας σε κτηνωδία, δεν υπάρχει πουθενά στη Γη!...
γράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος
Αν πιστεύετε ότι με το να μας κρεμάσετε θα εξουδετερώσετε το κίνημα των εργαζομένων, το κίνημα από το οποίο εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα που σέρνονται στη φτώχεια και στη μιζέρια, περιμένουν τη λύτρωσή τους -αν αυτή είναι η γνώμη σας- τότε κρεμάστε μας!
Εδώ θα ποδοπατήσετε μία μικρή σπίθα, εκεί όμως και πιο πέρα και απέναντι και γύρω μας παντού, θα ξεπεταχτούν οι φλόγες. Η φωτιά είναι υπόγεια και δε θα μπορέσετε να τη σβήσετε...».
Αυτά ήταν τα λόγια με τα οποία ο Αύγουστος Σπάις, ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης του Μάη, απευθύνθηκε στους δικαστές του την ώρα που εκείνοι τον έστελναν μαζί με τους συντρόφους του στην αγχόνη.
Αυτά στο Σικάγο του 1886.
Σήμερα, στην Ελλάδα του 2015, παραμονή Πρωτομαγιάς, συνεχίζουν να συμβαίνουν τα εξής:
- Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής οι Έλληνες που ζουν σε συνθήκες ένδειας, φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχονται στα 6 εκατομμύρια.
- Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα νοικοκυριά που έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν θέρμανση για τα σπίτια τους μειώθηκαν κατά 31,3%.
- Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ το ποσοστό ανεργίας των νέων έχει ανέλθει στο 60%.
- Σύμφωνα με την έρευνα της εταιρείας «Wealth-Χ» και της ελβετικής τράπεζας UBS στην Ελλάδα το 2014 είχαμε 11 κροίσους από 9 το 2013, οι οποίοι αύξησαν την περιουσία τους από τα 16 δισ. δολάρια στα 18 δισ. δολάρια (14,2 δισ. ευρώ). Σύμφωνα με την ίδια έρευνα επιβεβαιώνεται η τάση μετατροπής της Ελλάδας στη χώρα «με τον δεύτερο αυξανόμενο πληθυσμό πολυεκατομμυριούχων στην Ευρώπη».
Και μετά τις εκλογές, λοιπόν, σε μια χώρα που 6 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στην ανέχεια, υπάρχουν και 559 «πατριωτάκια» μας που μέσα στα χρόνια της κρίσης είδαν τα πλούτη τους να εκτινάσσονται στα 76 δισ. δολάρια («Βήμα», 24/8/2014) και να ανέρχονται στο 45% του ΑΕΠ της χώρας.
Υπάρχει και εκείνο το 10% του πλουσιότερου πληθυσμού της χώρας που μέσα στα χρόνια της κρίσης, την περίοδο που στην Ελλάδα έφτασαν να υποσιτίζονται 686.000 παιδιά (έκθεση Unicef), αυτή η μειοψηφία είδε τα πλούτη της να εκτινάσσονται φτάνοντας σήμερα στο σημείο να κατέχει το 56,1% του εγχώριου πλούτου από το 48,6% που συγκέντρωνε το 2007 (έκθεση της ελβετικής τράπεζας «Credit Suisse»).
Αλλά απέναντι σε αυτή την οικτρή μειοψηφία των κερδισμένων δεν πάρθηκε ποτέ μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου – ούτε πριν ούτε τώρα – που να τους καλεί να καταβάλλουν το δικό τους μερίδιο στην κρίση, όπως το έχουν κάνει οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που απώλεσαν μέσα σε μια 5ετία το 50% του εισοδήματός τους.
Επειδή, λοιπόν, αύριο ξημερώνει Πρωτομαγιά, επειδή η Πρωτομαγιά εκτός όλων των άλλων είναι και εκείνος ο άσβεστος φάρος που φωτίζει τη δυνατότητα «η Γη να γίνει κόκκινη από ζωή κι όχι από θάνατο», όπως έλεγε ο ποιητής, και επειδή όσα ζούμε στην Ελλάδα – και στον κόσμο – κάθε άλλο παρά άσχετα είναι με το ανεκπλήρωτο των αιτημάτων και οραμάτων που συμβολίζει η Πρωτομαγιά, θα προσπαθήσουμε να είμαστε απολύτως σαφείς για το βασικό συμπέρασμα που - κατά τη γνώμη μας - προκύπτει απ΄ όλα όσα ζούμε.
Και το συμπέρασμα είναι:
Στην Ελλάδα – και στον κόσμο – μία χούφτα εκμεταλλευτών κατέχουν την οικονομική εξουσία. Η οικονομική τους εξουσία βασίζεται στο γεγονός ότι ως ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής κλέβουν τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι, σφετερίζονται τους καρπούς που γεννούν το μυαλό και τα χέρια εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αυτό είναι το πρόβλημα, αυτή είναι η αιτία που γεννά τις κρίσεις, τις αβυσσαλέες κοινωνικές ανισότητες: Ότι το προϊόν της παραγωγής, αντί να επιστρέφει στην κοινωνία των εργαζόμενων ανθρώπων που το δημιουργούν, το ιδιοποιούνται, το παρακρατούν για λογαριασμό τους μια «κάστα» κηφήνων – εκμεταλλευτών, επιβάλλοντας ταυτόχρονα τις πολιτικές που – με ή χωρίς μνημόνια και δανειακές συμβάσεις – φτωχοποιούν τα λαϊκά στρώματα.
Συνεπώς, κι αφού αυτό είναι το πρόβλημα, κι αφού αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο, από τη μια μεριά, και στην εργασία, από την άλλη, είναι ανειρήνευτη και αγεφύρωτη, τότε η λύση – η μοναδική λύση – δεν μπορεί να είναι παρά τούτη: Από αυτή τη δράκα της οικτρής μειοψηφίας των εκμεταλλευτών πρέπει να της αφαιρεθεί η οικονομική εξουσία, που της επιτρέπει αφενός να καταχράται τον πλούτο που παράγει μια ολόκληρη κοινωνία, αφετέρου να ρίχνει στα Τάρταρα εκείνους που τον δημιουργούν.
Αλλά: Η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη, η πρώτη και βασική προϋπόθεση για να αφαιρεθεί η οικονομική εξουσία από την πλουτοκρατία είναι να της αφαιρεθεί η πολιτική εξουσία, που την ασκεί μέσω των μονοκομματικών, δικομματικών, τρικομματικών και κάθε λογής αριθμού και απόχρωσης εκπροσώπων της ώστε να θωρακίζει και να αναπαράγει θεσμικά, νομοθετικά, κατασταλτικά, ιδεολογικά το καθεστώς της οικονομικής της εξουσίας.
Εν ολίγοις:
- Είναι η πολιτική εξουσία του κεφαλαίου που επιτρέπει στους λίγους να διαθέτουν πολλαπλάσιο πλούτο σε σχέση με ολόκληρο το ΑΕΠ της χώρας φορτώνοντας στο λαό τα χρέη των «άδειων» ταμείων.
- Είναι η πολιτική εξουσία που τους επιτρέπει να ρημάζουν στη λιτότητα τον εργάτη για να επιδοτούνται βιομήχανοι, τραπεζίτες, εφοπλιστές και εργολάβοι.
- Είναι η πολιτική εξουσία που τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν το κράτος ως κράτος των μονοπωλίων και ως συλλογικό τους «κομματάρχη» που υπαγορεύει δεινά, επιβάλλει χαράτσια, στερεί δικαιώματα, τρομοκρατεί, απειλεί και βγάζει κέρδη από την ίδια τη δυστυχία της φτωχολογιάς.
Αυτή η εξουσία, η εξουσία των μονοπωλίων, πρέπει να ανατραπεί. Και να αντικατασταθεί από μια άλλη, από μια εξουσία του λαού, με μια κυβέρνηση βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα του λαού, η οποία σε κάθε βήμα της και ανά πάσα στιγμή θα τελεί υπό διαρκή εργατικό και λαϊκό έλεγχο.
Αυτή η «άλλη» εξουσία – για να είναι του λαού και εφόσον είναι του λαού – δεν μπορεί να μεταχειρίζεται τους κυβερνητικούς θώκους για να συνδιαλέγεται μέσα στο αστικό πλαίσιο με τους σφαγιαστές του λαού, για να κάνει «κοινωνικούς διαλόγους» μαζί τους, για να παζαρεύει με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό τους κανόνες των «έντιμων συμβιβασμών» - με ποιους; - με τους σφαγιαστές του λαού.
Αυτή η «άλλη» εξουσία – για να είναι του λαού και εφόσον είναι του λαού – δεν μπορεί να δημιουργεί αυταπάτες ότι θα «εξημερώσει» και θα κάνει τους σφαγιαστές …συνεννοήσιμους ή να πουλά σαν «σωτηρία» του λαού την πολιτική μεθαδόνη ότι οι σφαγιαστές θα επιδείξουν διάθεση… αναστολής και χρονικής μετάθεσης του (δεδομένου, όμως) σφαγιασμού του λαού.
Αυτή η «άλλη» εξουσία – για να είναι του λαού και εφόσον είναι του λαού – δεν προστρέχει στη «γενναιοδωρία» των τοκογλύφων για να αποκομίσει κάποια «αναστολή πληρωμής», αλλά προχωρά σε μονομερή διαγραφή του χρέους διακηρύσσοντας προς κάθε κεφαλαιοκράτη, ιμπεριαλιστή πιστωτή, νέτα – σκέτα, ότι το χρέος αυτό δεν αφορά τον λαό, δεν είναι του λαού, ότι το χρέος για το οποίο μιλούν και το οποίο ο λαός, ως μη όφειλε, το έχει πληρώσει επανειλημμένως, είναι χρέος της πλουτοκρατίας και ότι η λαϊκή εξουσία αρνείται να αναγνωρίσει το χρέος της πλουτοκρατίας ως χρέος του λαού.
Αυτή η «άλλη» εξουσία – για να είναι του λαού και εφόσον είναι του λαού – δεν συνεχίζει να κρατά την Ελλάδα δεσμευμένη, αλυσοδεμένη μέσα στο σφαγείο, αλλά την αποδεσμεύει από τους δυνάστες του λαού, πετά έξω την ΕΕ, πετά έξω το ΔΝΤ, πετά έξω τους ντόπιους και ξένους κεφαλαιοκράτες που μόνη τους «πατρίδα» είναι το κέρδος.
Αυτή η «άλλη» εξουσία – για να είναι του λαού και εφόσον είναι του λαού – γεννιέται και στηρίζεται από την ταξική ενότητα και την ενιαία πάλη των λαϊκών στρωμάτων έχοντας ως Λυδία λίθο της αποστολής της και του καθημερινού βηματισμού της το πέρασμα όλου του παραγόμενου πλούτου στα χέρια του λαού.
Αλλά: Το πέρασμα του παραγόμενου πλούτου στα χέρια του λαού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, τελικά, με τίποτα λιγότερο από την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Και αυτό δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά μόνο από μια εξουσία που – για να είναι του λαού και εφόσον είναι του λαού – προκύπτει και προχωρά μέσα από την ταξική υπερίσχυση της εργατιάς και των συμμάχων της στη σύγκρουσή τους με τα μονοπώλια.
Πώς; Μέσα από την οργανωμένη, σχεδιασμένη, αταλάντευτα προσανατολισμένη και αποφασιστική εκείνη πολιτική πάλη που για να είναι νικηφόρα και όχι «άλμα στο κενό», όχι μια ηττημένη ουτοπία, όχι μια προδοσία της ελπίδας που θα σημαίνει επιστροφή πιο βαθιά στη βαρβαρότητα, δεν μπορεί -
χωρίς να βαφτίζει τα ψίχουλα σαν «παροχή», χωρίς να βαφτίσει σαν «καλυτέρευση» το «και μη χειρότερα», και ενώ δεν θα σταματά ούτε για μια στιγμή να δίνει τη μάχη για την πιο μικρή ανακούφιση και την πιο μεγάλη βελτίωση της ζωής του λαού στις παρούσες συνθήκες -
παρά να έχει για προμετωπίδα της:
Την έξωση από το προσκήνιο της Ιστορίας όλων των πολιτικών εκπροσώπων και όλης της τάξης του φιλοτομαρισμού. Που σημαίνει: Κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας και πέρασμα από την ιδιοποίηση των κερδών και τη συνακόλουθη «κοινωνικοποίηση» των ζημιών, στην κοινωνικοποίηση των προϊόντων του ανθρώπινου μόχθου.
Η παραίτηση από αυτή την προοπτική τότε – συνειδητά ή ασυνείδητα – συμβάλλει ώστε από την εξέγερση του Σικάγου, από τον Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη και τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, από τον τοίχο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ’44, να έχουν απομείνει μόνο οι αγχόνες των εκμεταλλευτών.
πηγή |