ΤΩΡΑ ΣΕ ΝΙΩΘΩ να απελπίζεσαι (και που να δεις εμένα!): «Αν τα πράγματα είναι τόσο αδιέξοδα όσο λες, τότε γιατί γράφεις;»,
Θα σου ομολογήσω ότι κι εγώ καλά καλά δεν ξέρω. Ίσως γιατί, ανάμεσα σε τόσα ανθρωποειδή που κυβερνούν τον κόσμο -αυτά τα προϊόντα των μίντια και της κομπίνας· δεν είναι ανάγκη να τα ονομάσω, τα ξέρεις κι εσύ όπως όλοι- βλέπω εδώ κι εκεί λίγα ανθρώπινα πρόσωπα πού αναρριπίζουν κάπως την ελπίδα. Ίσως γιατί σε κάποια γωνιά της ψυχής μου συμμερίζομαι τον λόγο του αποστόλου ότι «η δύναμίς μου εν τη αδυναμία τελείται» ή, για να φτάσω έως τον Χαίλντερλιν, ότι «εκεί που κορυφώνεται ο κίνδυνος, εκεί αναδύεται τό ανέλπιστο». Ίσως γιατί πιστεύω απλώς σ' εσένα.
Γι' αυτό ακριβώς ζητώ επίμονα τη βοήθεια σου. Στοχάσου λοιπόν κι εσύ τι μπορούμε να κάνουμε. Να κατεβάσουμε τον πήχυ; Αλλά, με το να πράττουμε συνεχώς αυτό, δεν έχουμε πέσει τόσο χαμηλά;
Δεν ονειρεύομαι την ιδανική πολιτεία. Αναρωτιέμαι μόνο πώς μπορούμε σήμερα να ζωντανέψουμε λιγάκι τη δημοκρατία - αυτόν τον πάντα ποθητό και πάντα απροσπέλαστο ορίζοντα του κοινού μας βίου, που θα γινόταν, υποτίθεται, πιο προσιτός στις μαζικές, εξισωτικές και υπερπληροφορημένες κοινωνίες μας απ' όσο ποτέ στο παρελθόν.
Και ρωτώ πάλι εσένα: αν διακρίνεις έναν σπόρο αλήθειας στις δυσοίωνες υπερβολές μου, δεν θ' άξιζε να ρωτήσεις κι εσύ τον εαυτό σου: μήπως ο τηλεθεατής, ο καταναλωτής, ο άνθρωπος της πισίνας -ο άνθρωπος της στενής ψυχής- αδυνατεί να θρέψει μέσα του τη συνείδηση της πόλεως και την ελευθερία του πολίτη; Αναθυμάμαι τον «ελεύθερο άνθρωπο» του Μπωντλαίρ -εκείνον που καθρέφτιζε την ψυχή του στα κύματα της θάλασσας -και μία απρόσμενη εικασία γεννιέται στο μυαλό μου: μήπως το κενό της δημοκρατίας μας ξεκινάει πρώτα πρώτα από τον άνθρωπο της πισίνας, από την παραλία με τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες; Μήπως ακόμα και η λεγόμενη πολιτική ελευθερία μας θα χρειαζόταν σήμερα να οριστεί όχι από τον πολιτειολόγο αλλά από τον ποιητή;
Μήπως το κάλεσμα της θάλασσας μπορεί να γίνει έλευση ελευθερίας - έλευση στον εαυτού μας;
«Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ της πολιτικής», έγραφε σε μιαν από τις επιφυλλίδες του ο αλησμόνητος Αντώνης Καρκαγιάννης (ξαναπιάνω κι εδώ παλαιότερες σημειώσεις). Σίγουρα, αν εννοούμε την πολιτική των πολιτικών ταγών μας, που εξίσου σίγουρα μας άφορα όλους. Από αυτήν εξαρτώνται (όσο εξαρτώνται) η δημόσια υγεία, η εκπαίδευση των παιδιών μας, η καθημερινή μας ασφάλεια, τα οικονομικά μας, όλη η τρεχάμενη ζωή μας· κοντολογίς, η απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα αν τούτη η ζωή θα καταφέρει να συντηρηθεί ή θα κατρακυλήσει στη βαρβαρότητα της γενικευμένης ανομίας, όπως, αλίμονο, φαίνεται να συμβαίνει στον τόπο μας -και όχι μόνο- τα τελευταία χρόνια. (Α, πώς η κρίση με προλαβαίνει πάντα και με προσπερνά, μετατρέποντας τούτο το γραπτό σ' ένα ατέρμονο παλίμψηστο!)
Όχι, δεν μου διαφεύγει ούτε πως η προσωπική μας μοίρα περνάει, ως έναν βαθμό, από την κατάκτηση της εξουσίας ούτε πως οι ηγέτες μας, στον τόπο μας και άλλου, είναι αναγκασμένοι να αναπαράγουν το σύστημα που παρέλαβαν, το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει αληθινά αν δεν αλλάξει σε κάποιο βάθος η κοινωνία που το τρέφει. Όπως δεν μου επιτρέπεται, στην ηλικία μου, να αγνοώ ότι τέτοια ήταν πάντα η πολιτική: ένας ανελέητος αγώνας αντίπαλων ομάδων για την εξουσία. Και μάλλον τέτοια θα είναι πάντα «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η», κατά τη ρήση του Θουκυδίδη που μνημόνευε συχνά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Δεν βλάπτει να θυμόμαστε κάποτε τους παλαιούς, ακόμα κι αν οι περισσότεροι σημερινοί πρεσβεύουν πως η ανθρώπινη φύση είναι παραμύθι.
Αλλά το ζητούμενο της πολιτικής είναι αποκλειστικά η συλλογική αυτοσυντήρηση; Δεν είναι, όπως το είπα παραπάνω και όπως μας το φωνάζει διαρκώς η λέξη, να ιδρύσουμε πόλιν: μία πολιτεία άξια να νοηματοδοτεί τον κοινό μας βίο; Κι όταν διαπιστώνουμε τι είδους πολιτεία διαμορφώνει η σημερινή πολιτική και πόσο μία τέτοια μέριμνα θεωρείται από τούς πολιτικούς άχρηστη πολυτέλεια, αξίζει, νομίζω, να παραφράσουμε τον γνωστό λόγο του Κλεμανσώ για τον πόλεμο και τους στρατιωτικούς: να πούμε ότι η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια των πολιτικών - τι λέω; Στους τηλεθεατές και στη μηχανή που τους κινεί.
Μήπως χρειαζόμαστε έναν άλλο πολιτικό λόγο, άσχετο με τον λόγο όλων των κομμάτων, για να μιλήσουμε για τα κοινά με ανθρώπινη φωνή; Μήπως τον χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ σήμερα όπου η άμεση δημοκρατία μένει, ό,τι κι αν λέμε, απρόσιτη και το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα είναι τόσο λίγο αντιπροσωπευτικό, που στερεί την πολιτική των πολιτικών από κάθε αξιόπιστη συλλογική πυξίδα και την καταδικάζει να αναμασάει ακατάπαυστα την ξύλινη γλώσσα της;
Ξέρω: η ιδέα ακούγεται -και είναι- επικίνδυνη, αφού τούτος ο άλλος λόγος μπορεί να ειπωθεί και να ακουστεί μόνο από τους λίγους, για τους οποίους αποτελεί ζωτική ανάγκη. Και βλέπω αμέσως εσάς τους άλλους, τους πολλούς, έτοιμους να μου επιτεθείτε: «Σε τι αντιφάσεις έχεις περιπέσει! Ζητάς να ζωντανέψεις τη δημοκρατία και υπερασπίζεσαι την αριστοκρατία!... Τι είναι αυτά που λες αν όχι μία σύγχρονη παραλλαγή πλατωνικής πολιτείας που θα την κυβερνούσαν οι φιλόσοφοι η, αν θέλεις, οι ελίτ; Δεν σου περνάει απ' το μυαλό πως αυτή η σκέψη, χώρια από το ότι είναι σήμερα η απόλυτη χίμαιρα (φαντάσου: μία κυβέρνηση των εκλεκτών στους καιρούς της μαζικής δημοκρατίας!), κρύβει το σπέρμα του ολοκληρωτισμού;».
Αλλά δεν εννοώ καθόλου κάτι τέτοιο (αν και καμιά δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ελίτ και ιεραρχίες). Μιλάω για έναν λόγο πού δεν θα διεκδικούσε κανένα είδος εξουσίας· έναν λόγο μη εξουσιαστικό. Προσέξτε: δεν λέω αντιεξουσιαστικό, αφού κι εκείνος δεν κατορθώνει σε τελική ανάλυση τίποτε άλλο παρά να εξουσιάζει τα σώματα και τις ψυχές των άλλων, όπως το δείχνει όχι μόνο η τυφλή βία των αυτοονομαζόμενων αντιεξουσιαστών, μα πάνω άπ' όλα η τραγική μοίρα όλων των επαναστατικών κινημάτων του 20ου αιώνα (για να μη μιλήσω για τα παλαιότερα).
Όχι, μιλάω για έναν λόγο στοχαστικό, εταστικό, που δεν θα εμπλεκόταν με κανένα τρόπο στην τρέχουσα πολιτική, με τις φιλοδοξίες, τα κομματικά παιχνίδια, τις δεσμεύσεις, τους καταναγκασμούς, τις σκοπιμότητες, τους ιδιοτελείς συμβιβασμούς και τις παλινωδίες της· έναν λόγο που δεν θα είχε ως στόχο μήτε τη μεγάλη επανάσταση μήτε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις της πολιτικής και της κοινωνίας· που δεν θα ζητούσε καν -το είπα ήδη- να αποφανθεί αφ' υψηλού ποια θα ήταν η ιδανική πολιτεία ή, έστω, η επιθυμητή. Μα που θα μας παρακινούσε επίμονα να αντικρίσουμε το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σ' εκείνα που διακηρύσσουμε πως πράττουμε και σ' αυτά που όντως πράττουμε· ανάμεσα στη ζωή που λέμε πως θα θέλαμε ή θα έπρεπε να ζήσουμε και σ' αυτήν που ζούμε. Να το αντικρίσουμε κατάματα, να το μετρήσουμε και να το σκεφτούμε, απλώς να το σκεφτούμε. Καί μόνο έπειτα να συζητήσουμε τους όρους που θα μας επέτρεπαν να μιλήσουμε ξανά για πολιτεία: να ξαναγίνουμε ή, πιο σωστά, να γίνουμε πολίτες, άνθρωποι ικανοί να ασκούν πολιτική.
Ναι, τολμώ να μιλήσω για έναν λόγο δίχως πράξη, όσο δεν κατορθώνει να γίνει ο ίδιος πράξη· θέλω να πω, να σπείρει στις ανθρώπινες ψυχές την πράξη που ασφαλώς υπαγορεύει.
Κι ενώ σας ακούω να με ειρωνεύεστε, από τη μία οργισμένοι -ή καθησυχασμένοι- που τα λόγια μου φαντάζουν εντελώς ακίνδυνα για τους επαγγελματίες πολιτικούς μας, και από την άλλη βαριεστημένοι από τον αθεράπευτο δονκιχωτισμό μου, μέσα μου μία φωνή πεισματώνει και ρωτά: ποιος άλλος λόγος θα ήταν ικανός να διεισδύσει κάτω από τη θολή επιφάνεια των γεγονότων για να φωτίσει το απροσμέτρητο βάθος της αμηχανίας μας;
* “Το ζητούμενο του ανθρώπου” Γιάννης Κιουρτσάκης σελ 110-115 εκδ Πατάκη
Το κείμενο είναι πολυτονικό. Η μεταφορά στο μονοτονικό οφείλεται στο πρόγραμμα του υπολογιστή που δεν “διαβάζει” τους τόνους. Ζητούμε συγγνώμη.
πηγή: Αντίφωνο
|