Βετεράνοι της Μουσικής διεκδικούν τα δικαιώματα των δίσκων τους από τους δισκογραφικούς κολοσσούς
Της Χρυσούλας Παπαϊωάννου
Η παγκόσμια δισκογραφία εδώ και μερικά χρόνια έχει βυθιστεί σε ένα κακό όνειρο. Τίποτε, όμως, δεν δείχνει ότι θα μπει ένα τέλος στον εφιάλτη της.
Ο Μπομπ Ντύλαν έχει ήδη κινητοποιηθεί ζητώντας την αποδέσμευση του υλικού του από τις εταιρείες Δεν έφτανε που ο ένας δισκογραφικός κολοσσός μετά τον άλλον βλέπει τα κέρδη του ολοένα να βυθίζονται, που οι νέοι καλλιτέχνες στρέφονται σε μικρότερες ανεξάρτητες εταιρείες και που το Διαδίκτυο έχει αποκτήσει τη μερίδα του λέοντος στη διάθεση του ήχου. Ακόμη μία αχίλλειος πτέρνα προστέθηκε στον ήδη λαβωμένο πυρήνα της. Και μάλιστα, στην καρδιά της βιομηχανίας της, στην Αμερική.
Οι βετεράνοι της μουσικής, από τον Μπομπ Ντύλαν, τον Τομ Γουέιτς και τη Λορέτα Κιν, μέχρι τον Τομ Πέτι, τον Κρις Κρίστοφερσον και τον Τσάρλι Ντάνιελς, έχουν ήδη κινητοποιηθεί και διεκδικούν τα δικαιώματα των δίσκων τους και την αποδέσμευση του υλικού τους από τις δισκογραφικές εταιρείες.
Μετά 35 χρόνια
Δεν τους ήρθε από το πουθενά να σηκώσουν παντιέρα. Ο νόμος τούς το επιτρέπει. Από το 2013 οι καλλιτέχνες της Αμερικής θα έχουν το δικαίωμα να ξαναποκτήσουν τα δικαιώματα του δισκογραφικού τους υλικού. Σύμφωνα με ένα νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων, που ψηφίστηκε το 1976 και θα ετίθετο σε ισχύ το 1978, οι καλλιτέχνες μπορούν να διεκδικήσουν τον έλεγχο των ηχογραφήσεών τους μόλις συμπληρωθούν 35 χρόνια. Θα πρέπει, όμως, να έχουν κάνει την αίτηση δύο χρόνια πριν, πράγμα που σημαίνει... εδώ και τώρα! Θα ακολουθήσει φυσικά ένα ντόμινο διεκδικήσεων των δικαιωμάτων των δίσκων και των επόμενων χρόνων.
Οι δισκογραφικές δεν θα παραδώσουν τα όπλα έτσι εύκολα. Σύμφωνα με φήμες, όπως αναφέρουν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς», οι τέσσερις μεγάλες εταιρείες -«Universal», «Sony BMG», «ΕΜΙ», «Warner» - δυσκολεύονται να χαράξουν μια κοινή πολιτική στο θέμα που έχει προκύψει και υπονομεύει το παρόν αλλά και το προσεχές μέλλον τους. Είναι, όμως, βέβαιο ότι τελικά, με έναν τρόπο, θα συνασπιστούν. Αλλιώς θα γίνουν μάρτυρες της αποψίλωσης του μουσικού θησαυρού τους, καθώς η μία μουσική επιτυχία μετά την άλλη θα φεύγει μέσα από τα χέρια τους.
Το τέλος της δεκαετίας του '70 ήταν για τις δισκογραφικές μια περίοδος χρυσοφόρα, που αντλούσαν από όλα τα μουσικά είδη. Με πρώτο και καλύτερο, βέβαια, το ροκ, που έδινε το μουσικό τέμπο, αλλά και το κοινωνικο-πολιτικό στίγμα της εποχής.
Ενας από τους πιο κερδοφόρους δίσκους του 1978 ήταν το «Darkness on the edge of town» του Μπρους Σπρίνγκστιν, ο οποίος προς το παρόν δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά του για το αν θα κινηθεί δικαστικά. Την ίδια δεκαετία ανθούσαν και η φολκ και η κάντρι, αλλά και η ντίσκο, που τότε άρχιζε να μπαίνει γερά στο παιχνίδι και να στρέφει το μουσικό ενδιαφέρον, και άρα τη διασκέδαση, σε πιο ανάλαφρους και χορευτικούς ήχους.
Ο τραγουδιστής των «Eagles», Ντον Χένλεϊ, είναι από τους πρώτους που βγήκε και τοποθετήθηκε. «Είναι προσωπική υπόθεση των καλλιτεχνών να πάρουν τα δικαιώματα της δουλειάς τους πίσω», δήλωσε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς». «Οι δισκογραφικές», πρόσθεσε, «έχουν βγάλει πολύ περισσότερα χρήματα από τους καλλιτέχνες. Οπότε, πλέον, είναι θέμα δικαιοσύνης».
Αν λοιπόν οι δισκογραφικές χάσουν τα γερά χαρτιά του παρελθόντος, που ακόμη μοσχοπουλάνε, το άστρο τους θα σβήσει μια ώρα αρχύτερα. Αυτή θα είναι η χαριστική βολή γι' αυτές. Γιατί, για να μιλήσουμε και με νούμερα, στην τελευταία δεκαετία τα κέρδη των πωλήσεων, από 14,6 δισ. δολάρια, έπεσαν στα 6,3 εκατ., κυρίως λόγω της πειρατείας αλλά και της αυτονομίας της νέας γενιάς καλλιτεχνών που διαχειρίζονται μόνοι το υλικό τους.
Τι απαντούν, όμως, οι δισκογραφικές σε όλα αυτά; Υποστηρίζουν ότι οι περισσότεροι δίσκοι είναι αποκλειστική ιδιοκτησία των εταιρειών, γιατί έχουν δημιουργηθεί όχι από ανεξάρτητους καλλιτέχνες, αλλά από μουσικούς που ήταν τότε υπάλληλοι στην εκάστοτε εταιρεία. Και γι' αυτό, όμως, υπάρχει αντεπιχείρημα. Ο Στίβεν Μαρκς, διευθυντής του «Kernochan Center for Law, Media and Arts», λέει: «Πού δούλευαν οι καλλιτέχνες; Τους πλήρωναν ασφάλεια υγείας; Τους γινόταν παρακράτηση φόρου; Οπότε οι καλλιτέχνες δεν είναι σε καμία περίπτωση υπάλληλοι, αλλά ανεξάρτητοι εργολάβοι».
Υπάρχουν και άλλα ζητήματα που ανοίγουν με το συγκεκριμένο νόμο, αλλά είναι στον αέρα. Ενα από αυτά είναι αν οι παραγωγοί, οι εποχικοί μουσικοί και οι τεχνικοί των στούντιο έχουν δικαιώματα.
Ενα ακόμη «αγκάθι» είναι τι μέλλει γενέσθαι με τα βρετανικά γκρουπ που ηχογράφησαν άλμπουμ στην Αμερική, ενώ τα συμβόλαια είχαν υπογραφεί στη Βρετανία. Και μιλάμε για συγκροτήματα πρώτης γραμμής και χρυσωρυχεία: «Λεντ Ζέπελιν», «Ρόλινγκ Στόουνς», «Πινκ Φλόιντ», «Ντάιρ Στρέιτς».
Στο Ανώτατο Δικαστήριο
Οι ειδικοί προμηνύουν ότι το θέμα θα φτάσει στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αμερικής. Προς το παρόν πάντως, μια πρόσφατη μεγάλη υπόθεση περί ιδιοκτησίας δικαιωμάτων έχει λήξει υπέρ της δισκογραφικής εταιρείας «Universal». Οι κληρονόμοι του Μπομπ Μάρλεϊ είχαν καταθέσει μήνυση διεκδικώντας τα δικαιώματα πέντε δίσκων του βασιλιά της ρέγκε. Το δικαστήριο της Νέας Υόρκης απέρριψε το αίτημα πέρυσι τον Σεπτέμβριο.
Η αιτιολογία ήταν η εξής: «Κάθε συμβόλαιο προέβλεπε ότι οι ηχογραφήσεις ήταν στην απόλυτη ιδιοκτησία της δισκογραφικής εταιρείας». Η απόφαση βέβαια έχει ισχύ στις ηχογραφήσεις που έγιναν πριν από το 1978, γιατί ο νόμος τότε προέβλεπε ότι έπρεπε να περάσουν 56 χρόνια για να ελευθερωθούν τα δικαιώματα. Τώρα όμως, αν τελικά ισχύσει ο νόμος του 1978, οι όροι του παιχνιδιού θα αλλάξουν.
πηγή |